Βρισκόμαστε στο δεύτερο χρόνο όπου η ζωή και η καθημερινότητα όλων των ανθρώπων σε παγκόσμιο επίπεδο έχει αλλάξει δραστικά.
Η πανδημία COVID-19 έχει μεταμορφώσει ριζικά τη δομή της κοινωνικοποίησής μας και τον τρόπο που κινούμαστε μέσα στο κοινωνικό σύνολο, καθώς μας επιβάλλει αναγκαία μέτρα προφύλαξης και πρόληψης προς αποφυγή λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2.
Η ανοσία κατά της COVID-19 είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο και αποτελεί βασικό στόχο επίτευξης για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, που έχει εκτεθεί πρόσφατα στον ιό και νόσησε με την COVID-19, αν και έχει αποκτήσει ανοσία κατά του SARS-CoV-2, συνεχίζει να ταλαιπωρείται με το πέρας της νόσου βιώνοντας σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του. Καθώς λοιπόν αρκετά από τα προβλήματα που αφήνει η COVID-19 είναι μόνιμα και καταστρεπτικά για την ποιότητα ζωής του ατόμου, η «ανοσία της αγέλης έπειτα από λοίμωξη» αποτελεί έναν μύθο που έχει καταρριφθεί όσον αφορά τη συγκεκριμένη νόσο. Από την άλλη, η μέθοδος του εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2, που δικαίως αποτελεί την πιο ασφαλή και σίγουρη μέθοδο ανοσίας, έχει ξεκινήσει εδώ και καιρό και συχνά μας δημιουργεί το ερώτημα εάν έχουμε αποκτήσει ανοσία στο νέο κορωνοϊό.
Ωστόσο ο χρόνος της ανοσολογικής απόκρισης και η διάρκεια της ανοσίας δεν έχουν εξακριβωθεί ακόμη πλήρως, καθώς υπάρχουν κατά καιρούς διάφορες αναφορές επαναμόλυνσης από τον ιό SARS-CoV-2, κάτι που δημιουργεί την ανησυχία ότι η ανοσολογική απόκριση μπορεί να μην έχει μεγάλη διάρκεια.
Η ανοσία μετά τη νόσο
Ο οργανισμός αφού αναρρώσει από τη λοίμωξη που του έχει προκαλέσει ένας ιός, με τη βοήθεια του ανοσοποιητικού συστήματος, μπαίνει στη διαδικασία παραγωγής ειδικών αντισωμάτων με στόχο την ανοσία (προστασία) του σε επόμενη έκθεση στον ίδιο ιό. Το ανοσοποιητικό σύστημα κρατάει στη «μνήμη» του τον ιό, δημιουργώντας ειδικούς μηχανισμούς και κύτταρα που έχουν καταγράψει την αρχική επαφή μαζί του. Τα σχετικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος (λεμφοκύτταρα), όπως και τα αντισώματα που παράγουν (ειδικές πρωτεΐνες του ανοσοποιητικού συστήματος που βρίσκονται στο αίμα και σε άλλα υγρά του οργανισμού), είναι σε θέση να αναγνωρίσουν και να σκοτώσουν τον παθογόνο ιό όταν έρθουν ξανά σε επαφή μαζί του. Μεταξύ των διαφόρων ειδών αντισωμάτων που παράγονται από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού, τα πλέον αποτελέσματικά για την αντιμετώπιση των ιών είναι τα αντισώματα τάξης IgG. Με αυτόν το μηχανισμό αποκτάμε ανοσολογική προστασία από πολλές ασθένειες ή βιώνουμε πιο ελαφριά τη νόσο στην περίπτωση που δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη προστασία.
Έρευνα σχετικά με τη διάρκεια της ανοσίας και των αντισωμάτων IgG στον οργανισμό
Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2021 στο ηλεκτρονικό περιοδικό Science, με ερευνητές από την La Jolla των ΗΠΑ και η οποία χρηματοδοτήθηκε κατά ένα μέρος από το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων του NHI (NIAID) καθώς και το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Καρκίνου (NCI) δείχνει ότι η ανοσία στο μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που μελετήθηκαν είχε διάρκεια στο πέρασμα του χρόνου. Πιο συγκεκριμένα το 98% των συμμετεχόντων που είχε προσβληθεί από τον ιό SARS-CoV-2 ανέπτυξε αντισώματα έναντι της πρωτείνης της ακίδας του ιού. Η ακίδα βρίσκεται στην επιφάνεια του ιού και με αυτήν ο ιός προσδένεται στα κύτταρα του προσβαλλόμενου οργανισμού. Αν και παράγονται αντισώματα και έναντι άλλων τμημάτων του ιού, τα αντισώματα έναντι της ακιδικής πρωτείνης θεωρούνται ότι είναι πιθανότερο να είναι και αποτελεσματικά στην εξουδετέρωση του ιού γι΄αυτό και η έρευνα επικεντρώθηκε στη μέλετη αυτών. Επιστήμονες αναφέρουν πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη έρευνα ανοσολογίας έναντι του SARS-CoV-2 που έχει διεξαχθεί μέχρι σήμερα.
Έρευνα και πορίσματα για τα αντισώματα IgG
Στην έρευνα μελετήθηκαν διάφορα μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος. Συμμετείχαν 188 άτομα εκ των οποίων οι περισσότεροι σημείωσαν ήπια νόσο ενώ μόλις το 7% χρειάστηκε νοσηλεία. Μέσα από την έρευνα φάνηκε ότι η ποσότητα των αντισωμάτων που είχε δημιουργηθεί στους οργανισμούς των ατόμων που μελετήθηκαν, είχε διακύμανση μεταξύ τους. Όμως, τα επίπεδα των αντισωμάτων IgG έναντι της ακιδικής πρωτείνης παρέμειναν σταθερά για έξι ή και περισσότερους μήνες. Μία μικρή μείωση των επιπέδων τους άρχισε να σημειώνεται μετά τους 6 με 8 μήνες από την μόλυνση. Επίσης, το 88% των μελετηθέντων ατόμων διατήρησε ανιχνεύσιμα αντισώματα στους 6 με 8 μήνες. Φαίνεται λοιπόν ότι η μέτρηση των αντισωμάτων IgG έναντι της ακιδικής πρωτείνης του SARS-CoV-2 έρχεται να μας δώσει την πολύτιμη πληροφορία για το εάν έχουμε αποκτήσει και διατηρούμε ακόμη ανοσία στον ιό.
Έρευνα και πορίσματα για τα B-λεμφοκύτταρα μνήμης & Τ-λεμφοκύτταρα
Τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης είναι τα κύτταρα που έχουν καταγράψει στη μνήμη τους την πρώτη επαφή με τον ιό SARS-CoV-2 (είτε μετά από νόσο είτε μετά από εμβολιασμό) και συγκεκριμένα με την πρωτεΐνη της ακίδας του ιού. Στην περίπτωση που ξαναέρθει ο οργανισμός σε επαφή με την ακίδα του ιού, τότε τα Β- λεμφοκύτταρα μνήμης κάνουν άμεση παραγωγή των αντισωμάτων IgG έναντι της πρωτεΐνης αυτής.
Τα συγκεκριμένα κύτταρα μνήμης, σύμφωνα με την αμερικάνικη έρευνα, έδειξαν να αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Τα περισσότερα άτομα που ερευνήθηκαν, είχαν στον οργανισμό τους περισσότερα Β-λεμφοκύτταρα μνήμης έξι μήνες μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων της COVID-19, από ότι ένα μήνα μετά. Αν και ο αριθμός των Β-λεμφοκυττάρων μνήμης έδειξε να έχει ένα όριο στην αύξηση της ποσότητάς τους, μετά από μερικούς μήνες τα επίπεδα τους δεν σημείωσαν μείωση (για όσο χρόνο ερευνήθηκαν).
Στην έρευνα μελετήθηκαν επίσης τα Τ4-λεμφοκύτταρα τα οποία ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τον ιό και να βοηθήσουν στον συντονισμό της ανοσολογικής απόκρισης καθώς και τα Τ8-λεμφοκύτταρα, τα οποία είναι εκείνα που σκοτώνουν τα μολυσμένα από τον ιό κύτταρα. Και τα δύο είδη ειδικών έναντι του SARS-CoV-2 λεμφοκυττάρων διατήρησαν υψηλά επίπεδα μετά τη μόλυνση αν και με το πέρασμα του χρόνου μειώθηκαν σταδιακά, παρουσιάζοντας χρόνο ημιζωής κοντά στους 5 μήνες. Έξι μήνες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (92%) είχαν στον οργανισμό τους ειδικά έναντι του ιού Τ4- λεμφοκύτταρα ενώ το 50% αυτών είχαν και ειδικά Τ8-λεμφοκύτταρα.
Μέσα από την έρευνα που εστίασε στην κινητική των αντισωμάτων, των Β- λεμφοκυττάρων μνήμης, των Τ4- και των Τ8-λεμφοκυττάρων, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι κάθε σκέλος της ανοσολογικής μνήμης κατά του ιού SARS-CoV-2 είχε διαφορετική κινητική. Συγκρίνοντας την ποσότητα των αντισωμάτων και των διαφορετικών τύπων ανοσοκυττάρων σημειώνονται μεγάλες διαφορές μεταξύ των ατόμων που ερευνήθηκαν. Παρόλα αυτά στην έρευνα δεν φάνηκε οι διαφορές στα επίπεδα των αντισωμάτων και την ποσότητα των ειδικών κυττάρων να σχετίζονται με διαφορές ως προς το φύλο, την ηλικία ή τις διακυμάνσεις στη βαρύτητα της νόσου των συμμετεχόντων. Το θετικό μήνυμα που προκύπτει μέσα από την έρευνα είναι ότι στο 95% των ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα, τουλάχιστον 3 από τα 5 κύρια μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος, ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν τον ιό SARS-CoV-2 ακόμη και 8 μήνες μετά την έκθεση στον ιό. Κάτι που ευελπιστούν ότι θα ισχύσει και στην περίπτωση του εμβολιασμού.
Τεστ αντισωμάτων IgG έναντι Κορωνοϊού
Η εξέταση για την ανίχνευση αντισωμάτων IgG έναντι της ακιδικής πρωτείνης του SARS-CoV-2 γίνεται κατόπιν αιμοληψίας και έχει εγκριθεί επίσημα από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων FDA. Λόγω της μεγάλης ειδικότητας και ευαισθησίας των αντιδραστηρίων που ανέπτυξαν οι μεγαλύτεροι οίκοι ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, το τεστ ανίχνευσης τους είναι η πλέον χρησιμοποιούμενη εξέταση σήμερα που μπορεί να απαντήσει με μεγάλη ακρίβεια εάν ο οργανισμός έχει αποκτήσει ανοσία έναντι της COVID-19 λοίμωξης, λόγω εμβολιασμού ή παλαιότερης έκθεσης στον ιό.
Αν τα αποτελέσματα δείξουν υψηλές μονάδες σε αντισώματα IgG τότε ο οργανισμός έχει αποκτήσει ανοσία έναντι της COVID-19. Αν τα αποτελέσματα εμφανίσουν χαμηλές μονάδες αντισωμάτων στον οργανισμό, τότε αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός εάν έρθει σε επαφή με τον ιό είναι πιθανό να μολυνθεί.
Πότε χρειάζεται να κάνουμε το τεστ αντισωμάτων IgG
To τεστ αντισωμάτων IgG ή αλλιώς τεστ ανοσοποίησης, συνιστάται σε όσους έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία του εμβολιασμού κατά της COVID-19 και έχει περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, που έχει προτείνει ο γιατρός, προκειμένου να δουν εάν ο οργανισμός έχει αναπτύξει τα σχετικά αντισώματα.
Άλλοι πάλι, έπειτα από αρκετούς μήνες έναρξης της πανδημίας COVID-19, αναρωτιούνται εάν είχαν μολυνθεί παλαιότερα από τον SARS–CoV-2 και δεν το κατάλαβαν (ασυμπτωματική νόσος), ή θυμούνται ότι πέρασαν πριν μήνες μία ελαφρά ή βαρύτερη λοίμωξη του αναπνευστικού, για την οποία δεν προσδιορίστηκε ακριβώς το αίτιο. Και για αυτά τα άτομα (περισσότερο από το αν πέρασαν ή όχι παλαιότερα την COVID-19 λοίμωξη) έχει αξία να γνωρίζουν αν έχουν αποκτήσει προστατευτικά IgG αντισώματα έναντι του νέου κορωνοϊού.
Σε κάθε περίπτωση, είναι χρήσιμο με το πέρασμα του χρόνου να κάνουμε το τεστ αντισωμάτων για να ενημερωνόμαστε εάν ο οργανισμός μας διατηρεί ακόμη ή όχι την ανοσολογική του ετοιμότητα έναντι του ιού SARS-CoV-2. Με την εξέταση αντισωμάτων IgG μπορεί να καθοριστεί εξίσου και σε ένα σημαντικό βαθμό η πορεία της πανδημίας και η εξάπλωση της.
Επιγραμματικά: Ενδείξεις για Τεστ Αντισωμάτων IgG έναντι του Κορωνοϊού:
• Όταν υπάρχει παλαιότερο ιστορικό έκθεσης στον ιό SARS-CoV-2 (δηλ. επαφή με ύποπτο ή επιβεβαιωμένο κρούσμα) ή περίοδου ύποπτων συμπτώματων COVID-19 όπως πυρετός, βήχας, δυσκολία αναπνοής, πονοκέφαλος και δεν έγιναν τότε διαγνωστικές εξετάσεις που να επιβεβαιώσουν την COVID-19 λοίμωξη.
• Όταν το άτομο ζει ή έχει πρόσφατα επισκεφθεί ένα μέρος στο οποίο υπάρχει υψηλό επιδημιολογικό φορτίο μετάδοσης COVID-19.
• Όταν έχει υπάρξει ανάρρωση από τη νόσο COVID-19
• Όταν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του εμβολιασμού κατά της COVID-19.
Πηγή: https://science.sciencemag.org/
Του Σαράντη Βλάχου, Ιατρός – Βιοπαθολόγος στην Κοσμοϊατρική, Επιστημονικός Υπεύθυνος, Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου Μονάδας Σεπολίων της Κοσμοιατρικής.