Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή∙ η αυγή της Λαμπρής[1].
Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα και οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού σήμαιναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες οι άνθρωποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι, ντυμένοι με ρούχα καινούργια και κατόπιν, ο ένας μετά τον άλλο, προσκυνούσαν τις εικόνες και σταματούσαν από κει στη μέση της εκκλησιάς και έπαιρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες έρχονταν μπουλούκια μπουλούκια, με τις άσπρες μπόλιες[2] τους στο κεφάλι, με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές, ευλαβικές, στολισμένες, και έμεναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς που δεν είχε γυναικωνίτη[3].
Όλοι πρόσμεναν τώρα ν’ αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε, ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος[4] ανθρώπων που κινούνται, ο παπάς αποτελείωσε τα μυστικά του, θυμιάτισε, κοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και κάνοντας το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία[5]. Όλα τα χέρια έκαναν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του, με γαλανά μάτια που τα γεράματα κι η νηστείες τα ‘χαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον σεβόταν.
Με την ψιλή του φωνή, που ολοένα γινόταν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τις ευχές του, που τις ήξερε όλες απ’ έξω, και η ακολουθία προχωρούσε όπως πάντα, επίσημη, κατανυκτική, μεγαλοπρεπής, και ο κόσμος που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφουγκραζότανμε πίστη και από καρδιάς δεόταν[6], σαν να ‘δινε μεγαλύτερη αξία στην προσευχή και η μεγάλη γιορτή εκείνης της ημέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Την πρώτη φορά που πρόβαλε στη θύρα για να ευλογήσει, το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο και με χτυποκάρδι κοίταξε εξεταστικά έναν γέροντα που στεκόταν στην πρώτη γραμμή και που φαινόταν συγχυσμένος κι εκείνος, γιατί δεν πρόσεχε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν προσευχόταν με ευλάβεια. Και είπε ο παπάς με το νου του : «Εδώ θα ‘ναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα του δε βρήκε χρόνο να τη βρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Και γιόμιζαν τώρα την εκκλησιά οι ύμνοι που τους έψαλλαν καλλίφωνοι ψάλτες και η ευωδιά του λιβανιού˙ και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινόταν σαν μ’ ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή και ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέησή του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχειά[7], και να λιγώσει[8] τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς διάβαζε πάντα ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του αύξανε και μηχανικά μόνο διάβαζε τα άγια τα ρήματα[9] της θυσίας˙ άλλα δεόταν η καρδιά του στον ουράνιο πατέρα, άλλες έγνοιες του ανησυχούσαν το νου. Του ήταν μελλούμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντέψει[10] όταν θυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της ήταν ζωγραφισμένη πάνω στο όμορφο πρόσωπο της νέας. Ω, η δύστυχη, ούτε αυτή έφταιγε. Το ‘χε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που στεκόταν όρθιος στην πρώτη γραμμή και που δεν προσευχόταν. Πώς είχε κλάψει προχτές στην εξομολόγησή της όταν συντριμμένη καρδιά του ‘χε μαρτυρήσει την άτυχη, την απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίξιμο μ’ έναν άντρα παντρεμένο. Εκείνη ποτέ δεν θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε, ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή να ‘ναι περήφανος για τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα! Τι θα ‘κανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούγοντάς την∙ γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα στερνά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στενοχώρια; Γιατί δεν σπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρτάνει και δεν δέσμευε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε∙ με το βασιλιά του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες βγήκε στο πρεσβυτέριο[11] και στάθηκε μπροστά στο πλήθος. Άκρα σιωπή βασίλευε. Ψιλόφωνα δεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα διάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το «Κύριε, ελέησον» που βγήκε απ’ όλα τα χείλη, έβγαινε από τα βαθύτατά του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τις ταπείνωσε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σαν πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβησμένο του βλέμμα κοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς, όπου ήταν οι γυναίκες, σαν να ‘θελε να ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ό,τι της είχε παραγγείλει προχτές στην εξομολόγηση.
Δε μπορούσε, της είχε πει, να την κοινωνήσει.
Όχι, τέτοια αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νους του. Ας μην ερχόταν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησιά, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποια ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Μα αν πάλι δε μπορούσε να κάνει αλλιώς κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες κι αυτός θα έκανε μόνο πως της δίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρα. Όχι, δεν θα την κοινωνούσε∙ αυτή την αμαρτία δεν τη χωρούσε ο νους του.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν πει το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλαν το κοινωνικό[12] κι ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος πρόβαλε στη μεσιανή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν να ήταν πολύ βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Της έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά συνήθειο ήταν πολύς αυτή τη μέρα. Και κοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρεση, και κατόπιν οι υπόλοιποι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσά τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την κοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περισσότερο βλέποντας να αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεκτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά[13] της. Κι αυτή ωχρή τότε με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη[14] έβαζε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Και με αγαλλίασή[15] του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα τη λαβίδα[16] με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή έλεγε τα τυπικά : «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Η Πόλη Ζει. Η αναθεώρηση της αστικής εμπειρίας, η αφήγηση της πραγματικής ζωής. Πάνω από όλα όμως να ανακαλύπτεις και να δημιουργείς ενδιαφέροντα εγχειρήματα για την ίδια την Πόλη και τους ανθρώπους της, σε όλες τις κοινωνικές εκφράσεις. Στον Πολιτισμό, στο Εμπόριο, στην Επικοινωνία.
Το παρόν βιβλίο φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα εναρκτήριο λάκτισμα για μια πιο συστηματική και πολυεπίπεδη ανάλυση του μυθοπλαστικού χώρου στην ελληνική λογοτεχνία....