Επιμέλεια: Δημήτρης Φιλελές
A. Οι Πόνοι της Παναγιάς
Ακούστε το ποίημα εδώ:
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου — στενάχωρο, και κάμαρά μου, — χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θε να με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πεύκος ο βαθύς,
όσο που μπάλσαμο κρυφό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάιδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω ευωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ’ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς,
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
κάν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς —
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
………………………………………………………
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα ’χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακό καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου ‘τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα παγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Β. Αυτονεκρολογία
Ακούστε το ποίημα εδώ:
Μισόν αιώνα πάλευα κι απάνου
για λευτεριά δικιά μου και των άλλων
κι όλο πιότερο μ’ έπνιγεν ο βρόχος
κι οι γενναίοι, που με πνίγανε, πιο δούλοι.
Με μπουκώναν μωρό «Μεγάλη Ιδέα»
κρύβοντάς μου τον πιο αιμοβόρο οχτρό μου :
να ‘μαι του ξένου ο πάτος, να μισώ
και να καταφρονώ τ’ ανόσιο πλήθος.
Τα σκολειά μου τα κλείνανε τα μάτια.
Μου τ’ άνοιγαν η ζούγκλα των Ολίγων
και τα «καταραμένα» τα βιβλία.
Κι ολάνοιχτ’ απομείναν ως το τέλος.
Όσο τα χρόνια ασπρίζαν στην κορφή μου,
τόσο βαθιά μου μάτωνεν η ελπίδα.
Μάθαινα πως η αγάπη είναι δειλία
κι η καλοσύνη αγιάτρευτο κακό.
Ήρωας δεν ήμουν, μ’ έκαμνεν ο φόβος
(ή θα σκοτώσεις ή θα σκοτωθείς)
να μεγαλώνω τη γλυκιά πατρίδα
και να μικραίνω το φτωχό λαό.
Να γελιέμαι πως ζω, ξεπόρτιζα έξω.
Κάθε πατημασιά μου και πληγή.
Πιανόμουν από κάγκελα και πόρτες
μην πέσω – το κουφάρι μου κι όχι εγώ!
Μ’ άφησαν όλοι στα κακά υστερνά μου :
γυναίκες, συγγενάδια, άσπονδοι φίλοι.
Κανείς να με βαστάει, ναν του μιλάω.
Μιλούσα μοναχός δίχως ν’ ακούω.
Με βρήκανε στο τέλος ξυλασμένον
τρεις μέρες στο ντιβάνι μου απομόναχο,
με τα μάτα ανοιχτά και στηλωμένα
κατά σένα, όπως πάντα, Ανατολή.
Οι πεθαμενατζήδες μεθυσμένοι
βλαστημούσαν, όπως με κατεβάζαν
τυλιγμένον σε μια παλιοκουβέρτα
όροφοι πέντε και σκαλιά ενενήντα!
Κι η ραχοκοκαλιά να μη λυγάει
για να τους ευκολύνει στη δουλειά τους.
Δεν το ‘μαθε κανένας. Τ’ όνομά μου
μήτ’ εγώ δεν το λέω και δεν το γράφω.
Τα μπουκωμένα στόματ’ αλυχτήσαν :
– καλότυχοι, ένας Βούργαρος λιγότερο!
– κακότυχοι, που δεν τονε προλάβαμε!
– κόβουμ’ έναν, φυτρώνουνε σαράντα!
Ευχαριστώ σας, γερατειά και πόνοι,
που εσείς με ξαποστείλατε, όχι ο Νόμος
(δυο φορές «επ’ εσχάτη προδοσία»!).
Κι ούτε με πολτοποίησε στη λάσπη
ένα τρίκυκλο αθώο («τροχαίον ατύχημα»!).
Ρίχτε με τώρα στα βαθιά της θάλασσας.
Τ’ αδούλωτα κορμιά δε βρίσκουν ούτε
μιας πιθαμής Ελλάδα να ησυχάσουν!
Νοέμβρης 1968
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ