Δεκέμβρης 2017. Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, η Πλατεία Κολωνακίου δεν είναι και τόσο εορταστική, αλλά κάποια υπόκωφη ανάγκη για επικοινωνία και βόλτα, ανάγκη γένους αθηναϊκού, κρατά τα προσχήματα. Κι όσο βαθαίνουν οι ρίζες των παραμελημένων φυτών στα παρτέρια της πλατείας, τόσο οι νεοφερμένοι της περιοχής τείνουν να ξεχνούν τις κολωνακιώτικες πολιτιστικές ρίζες και να χτίζουν κλαδιά από σελοφάν και γκλίτερ, επιχειρώντας να ξεγελάσουν την κρίση.
Πολλά σημεία της αρχαίας Αθήνας είχαν κολωνάκια για να δένουν τα ζώα πριν τα θυσιάσουν για κάποιον θεό ή θεά, μόνο όμως η περιοχή μετά τα Εξάρχεια και πριν το Μέγαρο Μουσικής ονομάστηκε Κολωνάκι. Επί τουρκοκρατίας, τα κολωνάκι στο Κολωνάκι χρησιμοποιήθηκε από τους Οθωμανούς ως σημείο εκκίνησης για τους αγώνες έφιππου ακοντισμού που διοργάνωναν.
Η Πλατεία Κολωνακίου είναι μικρή, χορταριασμένη και υπερήφανη. Η ονομασία της είναι Πλατεία Φιλικής Εταιρείας, εξ ου και οι προτομές των τριών ιδρυτών της, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα ότι θα έδιναν τα ονόματά τους σε ορισμένους από τους πιο high δρόμους της Αθήνας, δρόμους που πολλάκις πρωταγωνιστούν στα check ins νέων, επίδοξων Αθηναίων καταναλωτών διασκέδασης.
Κανείς, εκτός από τα αγάλματα, δεν κάθεται στην πλατεία τη νύχτα της 18ης Δεκέμβρη 2017. Τριγύρω της, φωτισμένα περίπτερα και λαμπερές βιτρίνες, θεριακλήδες οδηγοί ταξί και περαστικοί ελαφρώς βιαστικοί.
Κοιτάζω προς όλες τις κατευθύνσεις, μπερδεύομαι μεταξύ ονομάτων οίκων μόδας και ιστορίας. Παρατηρώ το κακοφτιαγμένο κόκκινο γεφυράκι στη μέση της πλατείας και σκαλίζω τις σημειώσεις μου για να αντιστοιχίσω γνώση και θέαμα. Ώρα 22:45.
Η πλατεία αρχικά ονομαζόταν Βασιλίσσης Όλγας, για λόγους ευνόητους. Αθήνα και Ελλάδα, μικρά και τρυφερά μπαλάκια του πινγκ πονγκ με παίκτες ισχυρούς και ψεύτες: βασιλείς, ξένους κατακτητές, εγχώριους υποσχόμενους γη και ύδωρ. Μετά μετονομάστηκε σε πλατεία Κολωνακίου, όταν το 1938 το «ιερό κολωνάκι» μεταφέρθηκε εκεί από την Πλατεία Δεξαμενής, λίγο πιο πάνω.
Από ποιες θεομηνίες άραγε προστάτευσε τους Αθηναίους το κομμάτι αυτό από μάρμαρο; Στα επόμενα χρόνια, κάποιοι αποφάσισαν ότι έπρεπε να τιμήσουν κάπως τη Φιλική Εταιρεία, χάρη στη δράση της οποίας προετοιμάστηκε ο αγώνας ενάντια στον Τούρκο. Σήμερα, ελάχιστοι την κατονομάζουν, δίνουν απλώς ραντεβού στο Κολωνάκι, στην πλατεία, ώρα 12:00 για τον δεύτερο εσπρέσο ή ώρα 00:00 για το πρώτο ποτό μετά χορού.
Νεοκαλλονές με ιριδίζουσες πούδρες στα μήλα και βελουτέ υφάσματα να κολλούν απάνω τους, ισορροπούν άριστα πάνω στα παχιά τους τακούνια και ανηφορίζουν με στιλ την Τσακάλωφ. Τις ακολουθώ. Και μαζί τους, τους «σφιγμένους μες στα κασμίρια τους» κυρίους.
Τι ωραίος πεζόδρομος! Φωτισμένος, εμπορικός. Ποτά, κοκτέιλ, τα πάντα όλα, κυρίες της υποδοχής και κύριοι του pr, πελάτες με κοστούμια και υψηλούς τόνους, φορτωμένοι ακόμα όλη την ένταση της Δευτέρας, κι ας πλησιάζουν Χριστούγεννα. Βλέπω μια γνώριμη φιγούρα, την ώρα που ρουφάω την πρώτη γουλιά από το κρασί μου καθισμένη στο τραπέζι ενός μπαρ απέναντι από το –κλειστό για την ώρα- Da Capo.
Είναι ο Τάσος Πλέσσας, μοντέλο που στο ενδιάμεσο την παλεύει και ως barman, ξανθός, αιθέριος, όπως ακριβώς ήταν όταν τον γνώρισα το καλοκαίρι στη Μύκονο. Αγκαλιά, φιλί. Κολωνακιώτικες οικειότητες, μια αίσθηση ευμάρειας, νιότης, είναι αργά, αλλά εμείς διασκεδάζουμε, έχουμε νέα πολλά να πούμε, «όσοι συχνάζουν στο Κολωνάκι είναι σαν εσένα, Τάσο;», γελάει.
Τον ρωτάω μερικά πράγματα, διότι εργάζεται στην περιοχή και φτιάχνει ποτό σε πολλούς πελάτες. «Μόνο Παρασκευοσάββατα δουλεύουμε. Τις υπόλοιπες μέρες, τα μαγαζιά προσπαθούν να οργανώνουν πάρτυ. Δουλεύουν πιο πολλοί στο κομμάτι του pr και φέρνουν τον κόσμο τους, παρά στον τομέα της εξυπηρέτησης πελατών.
Η νύχτα που συνεχίζει να υπάρχει κάτω από τα φώτα και τους θορύβους, δεν ενδιαφέρεται αν πέφτει πάνω σε ιστορία ή μπετόν. Το Κολωνάκι είναι κι από τα δύο. Κυρίως, όμως, ιστορία.
Στο Κολωνάκι, μετράει η εμφάνιση για να πιάσεις δουλειά. Κυρίως αν θες να είσαι πίσω από το μπαρ. Έχει ανοίξει το κοινό του. Από φοιτητές μέχρι εργαζόμενους, αλλά και περαστικούς που, πριν πάνε σπίτι τους στον Ευαγγελισμό, ας πούμε, ή κάπου αλλού στο κέντρο, προλαβαίνουν να περάσουν για να πιουν κάτι.
Ναι, παίζουν ναρκωτικά. Και πού δεν παίζουν άλλωστε; Το Κολωνάκι, πάντως, είναι καλύτερο το πρωί. Και η πλατεία του είναι όμορφη, μικρούλα.
Στο Κολωνάκι, όμως, δε γίνεται να πας και να κάτσεις πλατεία. Μπαίνεις μες στα μαγαζιά, συναντάς φίλους, διασκεδάζεις, ξέρω γω. Αν δε δούλευα, δε νομίζω να ήμουν συχνός επισκέπτης εδώ. Όλα μόστρα είναι. Σιγά σιγά, όμως, κι αυτή η μόστρα αρχίζει να ξεσκεπάζεται, αν δεν έχει ήδη ξεσκεπαστεί»
Το κρασί τελείωσε, ώρα 23:30. Πίσω στην πλατεία. Η νύχτα που συνεχίζει να υπάρχει κάτω από τα φώτα και τους θορύβους, δεν ενδιαφέρεται αν πέφτει πάνω σε ιστορία ή μπετόν. Το Κολωνάκι είναι κι από τα δύο. Κυρίως, όμως, ιστορία. Κάθομαι σε ένα από τα πεζούλια. Μόνη. Ούτε ένα αδέσποτο. Δεν κάνει πολύ κρύο.
Ευτυχώς, γιατί θέλω να κάτσω κι άλλο. Πολύ. Κάτι με τραβάει εδώ πέρα, υπό τις συνθήκες τις παρατήρησης και της σκέψης. Βρίσκομαι στο κέντρο της πόλης μου, σε ένα μέρος που, παραδόξως, δεν προσέλκυσε ποτέ πολλούς τουρίστες.
Τα χρόνια της «παλιάς, καλής» Αθήνας, στο Κολωνάκι, γύρω και μέσα στην πλατεία συζητούσαν και αντάλλασσαν απόψεις καλλιτέχνες και διανοούμενοι. Ο Παλαμάς, ας πούμε, ουκ ολίγες φορές περνούσε από την πλατεία. Οι άνθρωποι αυτοί έμεναν και στα νεοκλασικά που αποτελούν ακόμα, όσα έχουν μείνει, στολίδια της γειτονιάς. Τώρα, οι κάτοικοι Κολωνακίου είναι νεκροί ή κλεισμένοι μέσα, ενοχλημένοι από τις φασαρίες και το υφάκι της περιοχής.
Αρκετοί, έχουν νοικιάσει τα σπίτια τους σε νεότερους πλην νεόπλουτους ή τα σπίτια τους έχουν γίνει δικηγορικά γραφεία, ινστιτούτα γιόγκας και λοιπών σύγχρονων δαιμονίων.
Η αξέχαστη θεατρική συγγραφέας, Λούλα Αναγνωστάκη, ας πούμε, έμενε κάπου εδώ κοντά κι από το παράθυρό της ατένιζε το χακί πράσινο των αθηναϊκών φύλλων και τις περατζάδες πολιτών με χαρτοφύλακες και γαλλικές μπαγκέτες κάτω από τη μασχάλη, αρμονικά κινούμενων γύρω από την προσεχτικά χτισμένη αίγλη της περιοχής.
Μετά το 1880, άρχισαν να έρχονται κάτοικοι σε ένα μέρος που άλλοτε δεν ήταν παρά βοσκοτόπια και αγροί. Φαντάζεσαι τη Σκουφά κεντημένη από το χέρι της άνοιξης με παπαρούνες, κάποιον Απρίλη του 19ου αιώνα; Από τις αρχές του 20ου, πάντως, το Κολωνάκι αποκτά στίγμα: πλούτος, διανόηση, αρχοντιά.
Πόσοι και πόσοι μεγάλοι της χώρας δεν έζησαν εδώ πέρα… Ο Καζαντζάκης μου με τη Γαλάτειά του, ο Καραγάτσης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που ήταν ο πρώτος πρόεδρος της ένωσης Συντακτών Ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών, ο ποιητής Μάνος Αυγέρης, αλλά και ο Κώστας Βάρναλης.
Ναι, ο Βάρναλης με την πένα του βουτηγμένη στο μελάνι της επανάστασης, κατοίκησε στο Κολωνάκι. Όπως άλλωστε, και ο ίδιος ο Βενιζέλος με τη γυναίκα του.
Μετά τις παπαρούνες και τις μελισσούλες, μου καρφώθηκε, μεσάνυχτα πια, και μια ακόμα σκέψη: όλοι αυτοί οι σοφιστικέ άνθρωποι, με τα ρούχα εποχής τους, συνωστισμένοι στο rock n roll να ρουφούν μπακάρντια και βότκες. Μπα… με τίποτα.
Ο φοβερός και τρομερός bon viveur Ζάχος Χατζηφωτίου έγραψε ένα βιβλίο που είχα φροντίσει να ξεφυλλίσω με προσοχή πριν βγω για το νυχτέρι μου, ονόματι «Το Κολωνάκι πριν από την Άλωση».
Με τη λέξη «άλωση», εννοεί την κατατρόπωση της φινέτσας του υπό τη βαριά μπότα του κατακτητή νεόπλουτου, καταναλωτή, νεοέλληνα που κάθεται με τις ώρες στα καφέ της πλατείας, λουσμένος ήλιο και ραστώνη, αγνοώντας πλήρως την ιστορία της περιοχής.
Έχω αρχίσει να βαριέμαι τις διηγήσεις των παλιών για την πόλη όπως ήταν «τότε», τα Εξάρχεια επί Νικόλα και Παύλου, το Κολωνάκι πριν την Άλωση και λοιπά, και λοιπά… Από την άλλη, δεν ξέρω πώς θα νιώσω αν, στα 70 μου, δω στη θέση των δρόμων που περπάτησα για να πάω στη δουλειά μου, στη σχολή μου, στα στέκια μου, ρομποτικές εγκαταστάσεις.
Ο Ζάχος Χατζηφωτίου, λοιπόν, και οι παλιοί Αθηναίοι θυμούνται, ειδικά για το Κολωνάκι, πράγματα και θαύματα: ότι περνούσε ένα αμάξι την ώρα, ότι διασκέδαζε με την καρδιά του ακούγοντας ωραίες μουσικές και συζητώντας ατέλειωτα, ότι… τέλος πάντων, υπήρχαν περισσότερα φιλολογικά καφενεία από ό, τι παπουτσίδικα.
Σας παραθέτω το εξής απόσπασμα από το εν λόγω βιβλίο:
«Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς ζουν και συντηρούνται τα εκατοντάδες παπουτσίδικα στο Κολωνάκι, αφού όλοι οι υποτιθέμενοι πελάτες και πελάτισσές τους, κατά εκατοντάδες βρίσκονται ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες των ζαχαροπλαστείων της πλατείας! Και ρωτώ και πάλι, τότε, πού τα λιώνουν τόσα παπούτσια;»
Έβαλε κρύο. Μια μικρή βόλτα ακόμα τη χρειάζομαι. Μήπως να έτρωγα κάτι; Σχεδόν τα πάντα είναι ανοιχτά. Εντάξει, όχι και τα παπουτσίδικα αν και πολύ λιμπίστηκα κάτι κόκκινες γόβες λουστρίνι σε μια σπέσιαλ βιτρίνα φάτσα ακριβώς στην Πλατεία. (Όποιος αναγνώστης καταλάβει ποιες εννοώ, δεχόμαστε και δώρα εδώ στο ΗΠΖ, να ξέρετε!)
Κάνω στάση στον γνωστό φούρνο με τις γνωστές τιμές-ένα μπριοσάκι μισή χούφτα σχεδόν δύο ευρώ-, για να πάρω ένα μπριοσάκι μισή χούφτα σχεδόν δύο ευρώ και πάνω σε ποιον πέφτω;
Στον Θεοφάνη Κιρκινέζο, τον μουσικό και θεατρικό παραγωγό, με τον οποίο κάναμε παρέα από το 2013 ως το 2015, κι ύστερα χαθήκαμε. Ψώνιζε διάφορες λιχουδιές από τον φούρνο-πάντοτε τον εκτιμούσα για το καλό του γούστο, ειδικά στο φαγητό. Με ενημερώνει ότι πια μένει στο Κολωνάκι και δεν αφήνω την ευκαιρία να πάει χαμένη. Τον καθίζω και τον ρωτώ πώς είναι η καθημερινότητα εδώ.
«Οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, ανοίγουν την πόρτα της πολυκατοικίας ο ένας στον άλλο και καλημερίζονται κάθε πρωί. Είναι γειτονιά εδώ, πράγμα που θυμόμουν από τα μαθητικά μου χρόνια, όπου ζούσα, προτού φύγω. Τελικά, ξαναγύρισα»
Ο Κιρκινέζος, πανύψηλος, με καπέλο και μικρά, τελευταίας λέξης της μόδας και ολοστρόγγυλα γυαλιά είναι ο κάτοικος Κολωνακίου, όπως αυτοί που δεν έχουν ιδέα από Κολωνάκι τους φαντάζονται. Η περσόνα, το δείγμα, που λέμε. Κι όμως, δεν είναι όλοι έτσι.
Ξαφνικά, θυμάμαι ότι η Εύη Καπάταη, πρέσβειρα τουρισμού της Κύπρου και φωνάρα, με έφερε με το αυτοκίνητό της στο Κολωνάκι και μου έχωσε στην τσάντα ένα μπουκαλάκι ζιβανία. Πρόκειται για το παραδοσιακό τους ποτό, ένα μείγμα από πεπιεσμένα υπολείμματα σταφυλιών.
Κρίμα που έφυγε ο Θεοφάνης, ίσως πίναμε ένα σφηνάκι. Για την ώρα-συγκεκριμένα, 01:30- αποφάσισα να πιω μια γουλιά. Κάνοντάς το, αισθάνθηκα ένας θηλυκός Μπουκόφσκι: πένα, χαρτί να σημειώνω, αλκοόλ στον ουρανίσκο μου, περασμένα μεσάνυχτα, τι μου έλειπε;
Στέλνω μήνυμα στην Εύη: «εξαιρετική η ζιβανία!» και χαμογελάω πλατιά.
Υπάρχουν τόσοι λόγοι για να έρθει κανείς στο Κολωνάκι, τελικά. Σίγουρα, θα συναντήσει κάποιον γνωστό του. Μπορεί να μη στήσουν φιλοσοφική διαμάχη ούτε να απαγγείλουν ο ένας στον άλλο ποίηση, όμως θα πουν κάτι ενδιαφέρον. Ο αέρας της περιοχής εμπνέει για μια διακριτική και πολύ ευχάριστη, μεταδοτικόταταη εξωστρέφεια. Εγγυημένα, σας λέω.
Στο κάτω κάτω, και να μη θέλει κανείς να χαλαρώσει στην πλατεία και τα πέριξ καφέ-μπαρ, γιατί ίσως βρίσκει ντεμοντέ τις καρέκλες τους ή ακριβό τον κατάλογό τους, μπορεί να δει όμορφα πράγματα γύρω τριγύρω:
το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου της Αθήνας, στη Σκουφά, τον πολύ όμορφο ναό του Αγίου Διονυσίου, τη Σχολή Δοξιάδη, τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, το Λύκειο των Ελληνίδων, το Μουσείο Ιστορίας Ελληνικής Ενδυμασίας, την Αμερικάνικη Σχολή, το Βρετανικό Συμβούλιο, το Μαράσλειο Διδασκαλείο, τη Μονή Πετράκη… και όλο και κάτι πολύτιμο θα ξεχνώ.
Γι’ αυτά, φυσικά, θα πρέπει να έρθει μέρα. Αν έρθει νύχτα, όμως, θα οσμιστεί τα αρώματα των θαμώνων του Καφέ Βυζάντιο, εκεί όπου η Ελένη Βλάχου, η εκδότης της Καθημερινής, σχεδίαζε την ύλη της εφημερίδας, εκεί όπου ο Χατζιδάκις αφουγκραζόταν νέες συνθέσεις, εκεί όπου ο νομικός Αλέξανδρος Σβώλος ανέλυε νόμους και θεσμούς με επιχειρήματα και οξύνοια.
Αυτή η παχιά φλέβα της μεγαλοαστικής Αθήνας σταμάτησε να στέλνει αίμα στην καρδιά της περιοχής αρχές του ’70, όμως ακόμα ο παλμός της μπορεί να ηχεί στ’ αυτιά αυτών που το επιθυμούν.
Discussion about this post