Το περίφημο διάμεσο Ελένη Κικίδου, την οποία είχε αναδείξει προπολεμικά ο πρωτοπόρος Άγγελος Τανάγρας, συνέβαλε στην σύλληψη ενός «δράκου» ο οποίος πραγματοποιούσε φονικές επιθέσεις σε ζευγαράκια στη Βουλιαγμένη.
Στις 5 Αυγούστου 1953 στο Μικρό Καβούρι της Βουλιαγμένης κάποιος άγνωστος πυροβολεί και σκοτώνει τον 35χρονο Θεόδωρο Δέγλερη ενώ τραυματίζει τη φίλη του Σοφία Μαναβάκη. Ακολουθεί αναστάτωση και η Μαναβάκη μεταφέρεται στο νοσοκομείο αλλά δεν μπορεί να δώσει την ακριβή περιγραφή του δράστη. Ο ένοχος είναι είτε ληστής, είτε «διεστραμμένος παθολογικώς τύπος», δηλαδή να προέρχεται από «τους μπανιστάς, όπως λέγονται ούτοι» (Απογευματινή, 10.8.1953), είτε ερωτικός αντίζηλος.
Ο άγνωστος δράστης βαφτίζεται Δράκος της Βουλιαγμένης ενώ γίνεται γνωστό ότι παρόμοιες επιθέσεις είχαν σημειωθεί και παλιότερα στην ίδια ερημική περιοχή –όπου σύχναζαν ζευγαράκια.
Το όπλο του εγκλήματος ανακαλύπτεται εκεί κοντά, αλλά τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν ανήκουν σε σεσημασμένο κακοποιό. Με τα τεχνολογικά και εγκληματολογικά μέσα της εποχής, ελάχιστα μπορούσαν να γίνουν. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Ακρόπολις Θεόδωρος Δράκος, γνωστός από ρεπορτάζ που αφορούσαν παραψυχικά φαινόμενα, αναλαμβάνει μια ιδιόμορφη πρωτοβουλία.
Το μεσημέρι της 18ης Αυγούστου πηγαίνει απροειδοποίητα στο μέντιουμ Ελένη Κικίδου, ένα από τα ισχυρά διάμεσα που είχε ανακαλύψει και εκπαιδεύσει προπολεμικά ο Άγγελος Τανάγρας. Ο δημοσιογράφος ζητά από την Κικίδου να βοηθήσει στην διαλεύκανση του εγκλήματος της Βουλιαγμένης. Η Κικίδου αρνήθηκε λέγοντας ότι η αποκάλυψη του δράστη είναι έργο των ανακριτικών αρχών. Όμως ο δημοσιογράφος επιμένει, ξέροντας προφανώς τι σημαντική επιτυχία θα είναι για αυτόν και την εφημερίδα του η αποκάλυψη έστω και ενός στοιχείου. Τελικά οι αντιρρήσεις της Κικίδου κάμπτονται και το μέντιουμ πείθεται να πραγματοποιήσει ένα «πείραμα διοράσεως».
Το ίδιο βράδυ, ο Θεόδωρος Δράκος, η Κικίδου και η βοηθός της κατέβηκαν στην Βουλιαγμένη και με βάρκα πέρασαν στο Καβούρι. Η ώρα ήταν 10 μμ όταν έφτασαν με τη βοήθεια ενός φακού στον τόπο του εγκλήματος. Η Κικίδου, χάρη στις ικανότητές της αρχίζει να περιγράφει:
«Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται.
Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει […] προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι […]. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια […] Του λείπουν πολλά δόντια» (Ακρόπολις, 19.8.1953)
Σύμφωνα με την Κικίδου, ο δράστης έχει κλέψει το πιστόλι του εγκλήματος, είναι ψηλός, αδύνατος με «εξαϋλωμένη φυσιογνωμία», φορούσε πέδιλα νο 42 και το όνομά του άρχιζε από Σ. Επί πλέον η Κικίδου είδε «στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους». Τα στοιχεία κινητοποιούν τους αστυνομικούς. Εξακριβώνεται πως το πιστόλι του φόνου είχε κλαπεί από στρατόπεδο του 25ου Συντάγματος Πεζικού, στην Αγία Παρασκευή.
Σύμφωνα με στοιχεία, ο δράστης πρέπει να είναι στρατιώτης, ή να έχει απολυθεί πρόσφατα. Χρησιμοποιώντας καταθέσεις μαρτύρων που συχνάζουν στο Μικρό Καβούρι ως ηδονοβλεψίες, οι αστυνομικοί καταλήγουν στον πιθανότερο ύποπτο: τον 25χρονο Μιχάλη Στεφανόπουλο, ο οποίος είχε απολυθεί προ διμήνου από το εν λόγω στρατόπεδο και έχει έντονη ουλή στο δεξιό μέρος του λαιμού από παλιότερη οδοντιατρική επέμβαση.
Ο Στεφανόπουλος συλλαμβάνεται στις 2 Σεπτεμβρίου στο Λυκαβηττό.
Τα αποτυπώματά του ταιριάζουν και ο ίδιος ομολογεί ότι έκανε το έγκλημα τυφλωμένος από πάθος. Ψυχοπαθητικό άτομο, με σεξουαλικά προβλήματα, αποδεικνύεται ότι είναι ένοχος και για προγενέστερη παρά λίγο θανατηφόρα επίθεση σε ζευγαράκι στο ίδιο σημείο. Θα καταδικαστεί σε θάνατο και θα εκτελεστεί στις 10 Αυγούστου 1954.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2000, η Ελένη Κικίδου, θα σχολίαζε: «Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά». Μετά το 1960 η Κικίδου έπαψε να ασχολείται με υποθέσεις εγκλημάτων.
Η ίδια, πέντε δεκαετίες αργότερα θα πει πως «ο Θ. Δράκος με πλησίασε ανθρώπινα και όχι για να με χρησιμοποιήσει ώστε να κάνει μια δημοσιογραφική επιτυχία, αν και οι εφημερίδες του έγιναν ανάρπαστες. Ξέρετε τι λεφτά έβγαλαν από μένα;». (από συνέντευξη της Κικίδου στον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιάννη Ράγκο, βλ. και την εμπεριστατωμένη έρευνά του «Το μέντιουμ ‘είδε’ το δολοφόνο» (http://eglima.blogspot.gr/2006/12/i_11.html).
Πάντως είναι αξιοπρόσεκτο ένα ενδιαφέρον “name-game”: στην εξιχνίαση της υπόθεσης του Δράκου της Βουλιαγμένης, είχε παίξει κρίσιμο ρόλο ο δημοσιογράφος Θεόδωρος… Δράκος.