Η Αθανασία ζούσε στα Βόρεια Προάστια. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Τελείωσε το σχολείο με άριστα. Έκλεισε τα 18 με τη λήξη των Πανελληνίων και η ζωή τώρα ξεκινούσε γι’αυτήν!
Ο Σπύρος, 21, ήταν δημοσιογράφος. Ο πατέρας του είχε μια εταιρεία εισαγωγών κάποιου προϊόντος.
Η Αθανασία άρχισε να γλεντάει τη μεγάλη επιτυχία των Πανελληνίων. Άπειρο ξενύχτι εντός και εκτός Αθηνών, πολλά dry martini, λίγα αθώα φλερτάκια. Μέχρι που έκανε μια σχέση με το Γιάννη, φοιτητής.
Ο Σπύρος καθόταν αμέριμνος στον εκδοτικό οργανισμό Λαμπράκη, ώσπου το τηλέφωνό του χτύπησε. ΄Ηταν ένα τηλεφώνημα από την Κρήτη. Κάτι σοβαρό είχε συμβεί στον πατέρα του.
Η Αθανασία, με την ελαφράδα της νιότης, πηγαινοερχόταν στην επαρχία για να βλέπει το Γιάννη. Θα την χαρακτηρίζαμε «καψούρα». Μονόπλευρη «καψούρα».
Ο Σπύρος, εν μία νυκτί, εγκατέλειψε τον εκδοτικό οργανισμό Λαμπράκη και ανέλαβε την εταιρεία του πατέρα του. Κάθε μέρα ήθελε να βρίσκεται, μετά τη δουλειά με το φίλο του Ιωσήφ και την κοπέλα του Ιωσήφ, την Καρολίνα.
Η Αθανασία, γυρνώντας με το ΚΤΕΛ σε κακό χάλι, μετά από άλλον έναν χωρισμό, πήρε τηλέφωνο την αδερφή της, την Καρολίνα, ουρλιάζοντας ότι γυρνάει πίσω.
Ο Σπύρος άλλο ένα απόγευμα βρέθηκε για καφέ στο σπίτι της Καρολίνας.
Η Αθανασία μπήκε με ακουστικά στα αυτιά και όλα τα φώτα ήταν κλειστά. Ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα του μπάνιου. Η Αθανασία κόντεψε να πάθει συγκοπή: «ΠΟΙΟΣ ΕΊΣΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ;». Ο Σπύρος τρόμαξε τόσο κι εκείνος, που κατάπιε τη γλώσσα του.