Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ έναν τόπο μακρινό ένας σοφός. Όλοι οι γέροντες του κόσμου του έστελναν τους καλύτερους σαν μαθήτευαν κοντά τους χρόνια πολλά, για να μάθουν όσα δεν χώραγαν στα δικά τους μυαλά, κι η σοφία τους δεν είχε φανταστεί μήτε η ζωή τους είχε ακόμα φανερώσει. Στα μέρη που ζούσε ο σοφός μαζεύονταν λοιπόν οι πιο σπουδαίοι, οι πιο ξεχωριστοί που ζύγιζαν την κάθε κουβέντα τους καλά δύο και τρεις φορές πριν την ξεστομίσουν, και σαν κάθονταν όλοι αντάμα μόνο λόγια σοβαρά που αλλάζουν το βάρος τούτου το κόσμου κεντούσαν τον αέρα.
Μια μέρα ο γέροντας πήρε την απόφαση να δοκιμάσει το ανθρωπομάνι που είχε μαζευτεί τόσον καιρό κοντά του και να φανερωθεί ποιο είναι εκείνο το μυαλό που ανάμεσα στα τόσα ξεχωρίζει από στόφα αλλιώτικη. Τους μάζεψε μπροστά του, τους κοιτάζει και λέει: «Λογίζεστε διαλεχτοί από όλους τους σπουδαγμένους, τούτα που κουβαλάτε στα κεφάλια σας αντίκρισμα σε θησαυρούς δεν έχουν. Κάθε σας λόγος μπορεί να αλλάξει τις τύχες του κόσμου, έχει ακόμα τη δύναμη να χαράξει αλλιώτικα τη μοίρα των πολλών μα και των λίγων. Τώρα ήρθε η ώρα να φανεί ποιος είναι εκείνος που αξίζει στ’ αλήθεια να στέκει στο πλάι μου, να λογίζεται στ’ αλήθεια μαθητής μου. Θέλω να μου φτιάξετε κάτι που φαίνεται εύκολο πολύ για τους πολλούς μα ζητάει περίσκεψη μεγάλη. Θέλω να μου φέρετε το καλύτερο φαγητό!»
Οι σοφοί που ήταν μαζεμένοι γύρω του, έτρεξαν να ανοίξουν κιτάπια ξεχασμένα καιρό με συνταγές από κείνες που μονάχα στόματα βασιλιάδων φχαριστούσαν. Ύστερα χύθηκαν στις κοντινές πολιτείες και στα παζάρια για ν’ αγοράσουν όσα χρειάζονταν. Άλλοι λένε μπήκαν σε ταβέρνες να βρουν μαγείρους μ’ όνομα μεγάλο κι άλλοι φτάσανε ακόμα σε παλάτια, να μπουν με φούρια σε κουζίνες καλοφαγάδων αρχοντάδων. Μονάχα ένας πήγε στην κοντινή αγορά, σίμωσε ένα μαγαζί με κρέατα, και παράγγειλε μια γλώσσα βοδινή.
Γύρισε στο σπίτι του σοφού και άρχισε να στοχάζεται πώς να μαγειρέψει τη γλώσσα. Σε λίγες ώρες κίνησαν να γυρίζουν οι άλλοι φορτωμένοι μ’ όλων των λογιών τα φαγητά άλλα μαγειρεμένα, άλλα φωλιασμένα μέσα σε χαρτιά και σε βιβλία. Πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια του σοφού πιάτα μ’ ό,τι έβαζε ο νους του ανθρώπου σε νοστιμιά και μυρωδιές, σε χρώματα κι αρώματα. Να σου λοιπόν τα κρέατα όλων των λογιών και τα σαλατικά, οι πίτες, τα ψωμιά τα κεντητά. Δοκίμασε λίγο από όλα κι από όλους ο γέροντας, κανέναν μη στενοχωρήσει κι αδικήσει. Υστερα έβαλε στο στόμα του λίγη απ’ τη γλώσσα του μαθητή του. Τα μάτια του γέροντα αστράψαν. Ποτέ του δεν του έλαχε να φάει νοστιμότερο φαγί. Παίνεψε τότε τον μαθητή του και φωνάζει να ακούσουν όλοι: «Μπράβο! Πώς σκέφτηκες να αγοράσεις γλώσσα;» Ο μαθητής τότε αποκρίνεται: «Δάσκαλε, θαρρώ πως πιο σπουδαίο πράγμα απ’ την γλώσσα στον κόσμο δεν υπάρχει. Γιατί με τούτη μπορείς να πεις μαντάτα καλά στους ανθρώπους, να γλυκάνεις τις καρδιές του, να συμβουλεύσεις τους χαμένους για το δρόμο το σωστό, να δώσεις στήριγμα σ’ όσους το’ χουνε ανάγκη, να παινέψεις τον κόπο του δουλευτή, να ευχαριστήσεις κάποιον που κάνει το καλό. Βοηθάς κείνους που ΄χουν να διαβούνε πολύ ακόμα στη ζωή μα κι όσους ο λόγος τους αξίζει να μείνει και είναι κρίμα σαν σφαλίσουνε τα μάτια να χαθεί». Ο γέροντας πολύ ευχαριστήθηκε τις κουβέντες του μαθητή και μουρμούρισε: «Τούτος μου φαίνεται να’ χει μυαλό, μα πρέπει κι άλλο να δοκιμαστεί».
Μετά από μέρες τον φωνάζει ξέχωρα από τους άλλους και λέει: «Πριν από μέρες έφερες το καλύτερο φαγητό στον κόσμο, μα τώρα θέλω να φέρεις το ανάποδό του, το χειρότερο απ’ όλα!» Ο μαθητής πήρε το δρόμο που πήγαινε στην πολιτεία, βρέθηκε στην αγορά και αγόρασε ξανά γλώσσα. Γυρίζει στο σπίτι του σοφού και κίνησε να μαγειρεύει. Ο σοφός σαν είδε στο πιάτο του τη γλώσσα ξαφνιάστηκε. Λέει του μαθητή του: «Μου έφερες καλύτερο φαγί τη γλώσσα και φανερώνεις τώρα πάλι γλώσσα. Θέλω να ακούσω μια εξήγηση για τούτο…»
Ο μαθητής κοίταξε το γέροντα και αποκρίνεται: «Η γλώσσα είναι στον κόσμο το χειρότερο πράγμα. Με τούτη μπορείς να τσακίσεις την ελπίδα πότε να μη φτερώσει, να μαγαρίσεις το όνομα και την τιμή του κόσμου. Μπορείς να σπείρεις καταστροφή και ν’ απλώσεις τριγύρω διχόνοια. Με τούτη ξεφτιλίζεις τη δουλειά του ανθρώπου και προδίνεις ολάκερη πατρίδα…»
Ο δάσκαλος απαντάει: «Όσα ακούστηκαν απ’ το στόμα σου είναι όλα αλήθεια. Η γλώσσα είναι το καλύτερο μα και το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Εσύ αξίζει να περπατάς δίπλα μου…»
Discussion about this post