Ο Τοµ Ρόµπινς άνηκε στην κατηγορία συγγραφέων «τον γνωρίζω, µα θα τον διαβάσω όταν έρθει η ώρα». Εκείνη η ώρα ήρθε φέτος την άνοιξη, όταν βρήκα ένα βιβλίο στο σπίτι µιας φίλης και της το ζήτησα λέγοντας: «Ο Τοµ Ρόµπινς ανήκει στην κατηγορία συγγραφέων «τον γνωρίζω, µα θα τον διαβάσω όταν έρθει η ώρα. Μπορώ να το δανειστώ για το Πάσχα;».
Και ήταν όντως η κατάλληλη στιγµή να διαβάσω το Άρωµα του Ονείρου: λίγο µετά τα τριάντα, µε το άγχος του χρόνου να αρχίζει να σε πειράζει, ύστερα από µια κουραστική χρονιά που προτιµούσα να διαβάζω non-fiction βιβλία (µε θέµα την αγαπη, τον έρωτα, το νόηµα σε ολο αυτό που ζούµε), µήνα Απρίλη και την χαρακτηριστική ανοιξιάτικη µυρωδιά της Αθήνας, λίγο πριν φύγω για ένα ταξίδι αναψυχής στην Ευρώπη. Ήταν η κατάλληλη στιγµή να γνωρίσω τον κόσµο του Αλοµπάρ.
Ο Αλοµπάρ, βασιλιάς της Βοηµίας, έρχεται αντιµέτωπος για πρώτη φορά µε το θάνατο, αφού είχε ήδη βγάλει την πρώτη λευκή τρίχα στα µαλλιά του και στο βασίλειό του, σκότωναν το βασιλιά όταν άρχιζε να γερνάει. Με τη βοήθεια µιας εκ των γυναικών του ο Αλοµπάρ καταφέρνει να ξεφύγει. Από εκεί και ύστερα ξεκινά το ταξίδι του για την αναζήτηση της αθανασίας. Θα περάσει από την Ελλάδα για να γνωρίσει το Θεό Πάνα που έχει αρχίσει να χάνει τις δυνάµεις του, θα φτάσει στην Ινδία για να συναντήσει την όµορφη και εξωτική Κούδρα που θα του µάθει τα µυστικά των αρωµάτων, για να φτάσουν µαζί και ερωτευµένοι στην µακρινή ανατολή και να µυηθούν στα µυστικά της αθανασίας. Από τοτε και στο εξής θα ταξιδεύουν οι δυο τους καθώς τα χρόνια περνούν και εκείνοι µένουν αγέραστοι, µε σκοπό να φτιάξουν το δικό τους ξεχωριστό άρωµα και προκειµένου να µη γίνουν αντιληπτοί από τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους που γερνούν κανονικά.
Παράλληλα, σε έναν κόσµο σηµερινό παρακολουθούµε τις ζωές ανθρώπων σε διαφορετικά µέρη του κόσµου. Στο Σηάτλ συναντάµε την σερβιτόρα Πρίσιλα, στη Ν. Ορλεάνη την Μαντάµ ΝτεΒαλιέ που διατηρεί ενα ξεπεσµένο αρωµατοποιείο, και στο Παρίσι τους εκκεντρικούς αρωµατοποιούς αδερφούς Λεφέβρ. Αυτοί οι 4 ξεχωριστοί κόσµοι θα µπερδευτούν µεταξύ τους για να κλείσει γλυκόπικρα το «έπος που αρχίζει στα δάση της αρχαίας Βοηµίας και δεν τελειώνει παρά απόψε, στις εννιά η ώρα το βράδυ (ώρα Παρισιού)».
Χρησιµοποίησα παραπάνω τη λέξη «γλυκόπικρα» και θα τολµούσα να χρησιµοποιήσω και το άλλο κλισέ «ελπιδοφόρα», θέλοντας να προσδιορίσω κάπως αυτο το συναίσθηµα του να λαχταράµε να πάµε παρακάτω να δούµε τι γίνεται, αλλα ταυτόχρονα να µην θέλουµε να τελειώσει. Επικοινώνησα µε το ειρωνικό χιούµορ του Ρόµπινς, απόλαυσα τον ερωτισµό του. Φρόντισε να µε προσγειώσει οταν συγκινήθηκα. Ακόµα και κάποιες πιο επιτηδευµένες περιγραφές του µοιάζουν σαν να σου κλείνουν το µάτι για να του πεις «τα λες ωραία». Και µόλις λες «τα λες ωραία» ή «που το σκέφτηκες αυτό» καταλαβαίνεις ότι κατά κάποιον τρόπο έρχεσαι σε συνοµιλια µε το συγγραφέα. Ωραία η παρέα του Τοµ Ρόµπινς λοιπόν.
Κωσταντής ∆έλτα
Discussion about this post