Είναι πλέον γνωστό σε όλους, ότι όταν εισέρχεται/εισβάλει σε έναν πληθυσμό ένας νέος μολυσματικός παράγοντας, απαιτείται μεγάλο διάστημα για να αντιμετωπιστεί και εμφανίζονται ακραία συμπτώματα στους προσβληθέντες λόγω της απουσίας προϋπάρχουσας ανοσίας στην πλειονότητα του πληθυσμού.
Ένα παράδειγμα τέτοιου παράγοντα είναι ο HIN1 που το 2011 δημιούργησε πολλά προβλήματα στη δημόσια υγεία της χώρας με αρκετά θανατηφόρα κρούσματα. Ο ΗΙΝ1 είναι ένας νέος υπότυπος του ιού της γρίπης και περιέχει τμήματα γονιδίων από ιό γρίπης των χοίρων, των πτηνών και των ανθρώπων σε ένα πρωτοφανή συνδυασμό. Είναι δηλαδή αποτέλεσμα μιας αναδιάταξης γονιδίων από διαφορετικούς ιούς γρίπης. Ο ΗΙΝ1 είχε εισβάλει στην Ελλάδα είτε από αλλοδαπούς τουρίστες ,είτε από Έλληνες που επέστρεφαν από χώρες που υπήρχε ο ιός, όπως το Μεξικό.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι ο ιός ΗΒV (ηπατίτιδα Β) που ανέπτυξε υψηλή διασπορά με την χωρίς έλεγχο είσοδο των οικονομικών μεταναστών το 1991. Αίτια της έκρηξης αυτής ήταν:
-
Tο πολύ υψηλό ποσοστό φορέων του HBV των ανθρώπων αυτών
-
Το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμένων Ελλήνων στο παράγοντα αυτόν καθώς ήταν διαθέσιμο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα το “ακίνδυνο” εμβόλιο για την ηπατίτιδα Β με ανασυνδυασμένο DNA. Στα επόμενα χρόνια και μετά από πολύχρονες θεραπείες εμφανίστηκαν μεταλλαγμένα στελέχη ιού Ηπατίτιδας Β ανθεκτικά στη λαμιβουδίνη και στην ιαδεφοβίρη.
Τον τελευταίο χρόνο η χώρα έχει δεχτεί έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων και μεταναστών με διαφορετική εθνική καταγωγή και γεωγραφική προέλευση αλλά και με κοινές εμπειρίες σε θέματα ψυχολογικής και σωματικής κακουχίας. Οι χώρες προέλευσής τους, οι περιοχές αλλά και οι συνθήκες διαβίωσής τους -πολλές φορές ακραίες πχ. σε εμπόλεμη κατάσταση – στις χώρες αυτές καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την προηγούμενη έκθεση τους στα ενδημικά νοσήματα, η οποία μπορεί να παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ προερχομένων από την ίδια χώρα.
Ο κίνδυνος νόσησης των εισερχομένων εξαρτάται φυσικά και από τις συνθήκες υγιεινής κατά το ταξίδι τους αλλά και μετά την άφιξή τους στη χώρα υποδοχής. Οι πιο συχνές παθήσεις από τις οποίες πάσχουν οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο τον πρώτο καιρό παραμονής τους σε μία νέα χώρα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι: Υποσιτισμός, Σύφιλη, Ηπατίτιδα Β, AIDS, Φυματίωση, Διαρροϊκά σύνδρομα, Ελονοσία και Νεογνικός τέτανος. Η σύσταση του Π.Ο.Υ είναι ο μαζικός εμβολιασμός προσφύγων και μεταναστών.
Στη δική μας περίπτωση, τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είναι στην πλειονότητα τους λοιμώξεις του αναπνευστικού, τραυματισμοί από την πρόσκρουση σε βράχια στη θάλασσα ή την πολυήμερη πεζοπορία, γαστρεντερολογικά προβλήματα και δερματικές παθήσεις. Η κακουχία αλλά και η έλλειψη στέγης που συνεπάγεται προβληματικές συνθήκες υγιεινής δημιουργεί διασπορά των μεταδιδόμενων νοσημάτων μέσω της τροφής, που παρουσιάζουν και κοπρανοστοματική μετάδοση, όπως οι βακτηριακές και παρασιτικές διάρροιες. Η ποσοστιαία κατανομή των περιστατικών είναι περίπου 45% λοιμώξεις του αναπνευστικού, 16% τραύματα ενώ 11% των περιστατικών είναι γαστρεντερολογικά προβλήματα που σχετίζονταν με τις συνθήκες διατροφής τους.
Με βάση τα παραπάνω γίνεται φανερό πόσο σημαντική είναι η πρόληψη ιδιαίτερα στην εισαγωγή νοσημάτων για τα οποία δεν υπάρχει συλλογική ανοσία στον τοπικό πληθυσμό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τυφοειδής πυρετός, για τον οποίο δεν εφαρμόζεται μαζικός εμβολιασμός στις ευρωπαϊκές χώρες, σε αντιδιαστολή με την ηπατίτιδα Α, για την οποία υπάρχει στην Ελλάδα συλλογική ανοσία σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού (μέσω εμβολιασμού για τα παιδιά και τους νέους ενήλικες, και μέσω φυσικής ανοσίας στους ηλικιωμένους).
Σημαντικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία της χώρας μας θεωρείται η λοίμωξη της πολυανθεκτικής φυματίωσης η οποία ενδημούσε και ενδημεί σε πολλές από τις χώρες προέλευσης των προσφύγων, μεταδίδεται πάρα πολύ εύκολα λόγω της φύσης του μικροβίου και είναι ανθεκτική στα συνήθη αντιφυματικά φάρμακα. Η πολυανθεκτική φυματίωση (MDR-TB) είναι μία ειδική μορφή φυματίωσης, που προκαλείται από μυκοβακτηρίδια, τα οποία εμφανίζουν αντοχή στην ισονιαζίδη και τη ριφαμπικίνη, δύο από τα πλέον ισχυρά αντιφυματικά φάρμακα πρώτης γραμμής. Αποτυχία στην θεραπεία της MDR-TB μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ακόμα πιο ανθεκτικών μορφών της νόσου όπως η εκτεταμένα ανθεκτική φυματίωση (XDR-TB). Τα μυκοβακτηρίδια που προκαλούν εκτεταμένα ανθεκτική φυματίωση, είναι ανθεκτικά στα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της MDR-TB, όπως και σε πληθώρα άλλων αντιβιοτικών, συνεπώς οι θεραπευτικές επιλογές είναι εξαιρετικά περιορισμένες και μπορεί να μην υπάρχει δυνατότητα χορήγησης αποτελεσματικής θεραπείας. Για το λόγο αυτό είναι πολύ σημαντικό να διαγιγνώσκονται έγκαιρα τα άτομα που νοσούν από πολυανθεκτική φυματίωση και να ακολουθούν με συνέπεια την αντιφυματική αγωγή για το χρονικό διάστημα που είναι αναγκαίο.
Οι πολυανθεκτικές μορφές φυματίωσης αναπτύσσονται λόγω κακής χρήσης των αντιφυματικών φαρμάκων ή πρόωρης διακοπής της θεραπείας ή μέσω μετάδοσης με σταγονίδια από άτομα που ήδη νοσούν από πολυανθεκτικές μορφές της νόσου. Η μεταδοτικότητα των πολυανθεκτικών μορφών φυματίωσης σε σχέση με άλλες μορφές της νόσου είναι παρόμοια. Ο κίνδυνος μετάδοσης της νόσου αυξάνει ανάλογα με το χρονικό διάστημα και την εγγύτητα της επαφής ενώ αυξάνει ακόμα περισσότερο σε περιβάλλοντα όπου ευνοείται ο συνωστισμός και ο αερισμός δεν είναι επαρκής.
Σημαντική μείωση του κινδύνου μετάδοσης παρατηρείται όταν ο ασθενής λαμβάνει αποτελεσματική θεραπεία για ικανοποιητικό χρονικό διάστημα. Το πιο σημαντικό για έναν ασθενή με φυματίωση είναι να λαμβάνει τη θεραπεία ακριβώς όπως του έχει συστήσει ο θεράπων ιατρός του. Καμία δόση δεν πρέπει να παραλείπεται και η θεραπεία πρέπει να λαμβάνεται για όλο το χρονικό διάστημα που έχει οριστεί. Διάγνωση της φυματίωσης μπορεί να γίνει μέσα σε μία ή δύο ημέρες με μοριακές τεχνικές (PCR). Με τον τρόπο αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ευαίσθητης και ανθεκτικής φυματίωσης. Για τον έλεγχο της ανθεκτικότητας χρειάζεται να εφαρμοστεί ειδική καλλιέργεια και η διαδικασία αυτή απαιτεί αρκετές εβδομάδες.
Άλλο μεταδοτικό νόσημα με κίνδυνο εξάπλωσης στον πληθυσμό, είναι η ηπατίτιδα Β, που μπορεί να μεταδίδεται από ασυμπτωματικό χρόνιο φορέα, ενώ για τη διάγνωση της χρειάζεται αιματολογικός εργαστηριακός έλεγχος. Συγκεκριμένα, σημαντικό ποσοστό της χρόνιας ηπατίτιδας Β σχετίζεται με πρωτολοίμωξη κατά τη γέννηση (μετάδοση στο νεογνό από μητέρα – φορέα) ή την πρώτη παιδική ηλικία, οπότε και παρατηρούνται και τα υψηλότερα ποσοστά μετάπτωσης σε χρόνιο φορέα, σε σύγκριση με τη μετάδοση στην ενήλικη ζωή μέσω σεξουαλικής επαφής, ενδοφλέβιας χρήσης ουσιών ή μετάγγισης. Και η ελονοσία , είναι ένα λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται κυρίως μέσω δήγματος(τσιμπήματος) μολυσμένου κουνουπιού. Χαρακτηριστικά που ευνοούν την εξάπλωση είναι ότι απαιτεί μακρούς χρόνους επώασης και ειδικό εργαστηριακό έλεγχο για τη διάγνωσή της.
Σε κάθε περίπτωση στόχος μας είναι να προστατεύσουμε τις κοινότητες των προσφύγων από τις ασθένειες, τηρώντας τους κανόνες ασφαλείας/υγειονομικού ελέγχου, ως μέτρο διασφάλισης της Δημόσιας Υγείας. Στον υγειονομικό έλεγχο περιλαμβάνεται:
Ιατρικό ιστορικό, έλεγχος για Φυματίωση, Ελονοσία, HIV, Ηπατίτιδα Β (HBV), Ηπατίτιδα C (HCV), παρασιτολογική κοπράνων, έλεγχος για Χλαμύδια, Σύφιλη και Γονόρροια. Άλλο μέτρο πρόληψης είναι ο μαζικός εμβολιασμός όποτε κρίνεται αυτός απαραίτητος είτε στον εισερχόμενο πληθυσμό είτε στον γηγενή.
Κοσμοϊατρική
Πατησίων 237, Πλ. Κολιάτσου-Αθήνα, 11254
Τηλ: 210 8640918, 210 8640988, 210 8665153 | Φαξ: 210 8665155
Ωράριο Λειτουργίας : Δευτέρα – Παρασκευή 7:00-21:00 & Σάββατο 8:00-13:00
Site: https://kosmoiatriki.com/
Fb: Κοσμοιατρική Διαγνωστικό Εργαστήριο
e-mail: [email protected]
Discussion about this post