Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Ένα ήταν σίγουρο.
Πως ήταν μεγάλος ψυχάκιας.
Εμείς τότε ήμασταν 19 χρονών. Όλοι. Σε ένα κολέγιο Αρρένων που φημιζόταν πως έβγαζε καλούς δασκάλους, κάτι σαν Ακαδημία με προσανατολισμό στην φιλολογική καριέρα. Όλοι παιδιά από ευκατάστατες οικογένειες και με κλίση στα θεωρητικά.
Μας δίδασκε Μυθοπλασία.
Την πρώτη μέρα που μπήκε στην αίθουσα των πρωτοετών όπως εγώ, κρατώντας μόνο στα χέρια του ένα κουδούνι, μεταλλικό και παμπάλαιο, κάθισε σταυροπόδι σε μια καρέκλα μακριά από την έδρα του, μετωπικά σε εμάς. Μας κοίταζε σιωπηλός για δέκα λεπτά που μας φάνηκαν αιώνας. Η αμηχανία μας γέννησε γέλια, μετά νεύρα και μετά ανησυχία. Τότε σηκώθηκε.
– Βγάλτε δύο κόλες χαρτί, είπε χωρίς καν να συστηθεί όπως έκαναν οι άλλοι καθηγητές. Άνοιξε έναν προβολέα και τράβηξε τις κουρτίνες. Η αίθουσα σκοτείνιασε. Το φως του προβολέα έριχνε ένα λευκό τετράγωνο σχήμα στον άδειο τοίχο μπροστά μας.
– Αυτό είναι το κενό, είπε σκληρά. Το έχετε όλοι μέσα σας, αλλά δεν το βλέπετε. Το κενό δεν είναι ορατό ποτέ. Τώρα το αντιλαμβάνεστε μέσα από την απουσία εικόνας. Σε λίγο θα γεμίσει.
Έγινε ένα μικρό σούσουρο.
Ο τόνος του το έκανε να ατονήσει. Μέχρι που έσβησε. Μια εικόνα φάνηκε μπροστά μας. Από ένα τοπίο. Δεν θα το έλεγες ακριβώς τοπίο γιατί δέσποζε μέσα στην εικόνα ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο φαγωμένο από την θάλασσα που έσκαγε πάνω του. Η ώρα που ήτανε τραβηγμένη η φωτογραφία ήταν απογευματινή γιατί το φως είχε ένα θάμπος εσπερινό. Γύρω από το κτήριο η άμμος και τα θαλασσόξυλα που ξέβραζε ο ωκεανός πάνω της. Ίσως και μερικά απολιθώματα που συναντάς σε παραλιακές περιοχές εκτεθειμένες στον καιρό.
– Αυτό το ερειπωμένο και αρμυροφαγωμένο κτήριο βρίσκεται στην παραλιακή πόλη Καμτσάκα στην Σοβιετική ένωση, μας είπε. Δεν χρειάζεται να ξέρετε τι ήτανε πριν γίνει έτσι. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να φανταστείτε την ιστορία του και να την αποτυπώσετε στο λευκό – κενό; – χαρτί μπροστά σας με 6 λέξεις. Τα άρθρα, οι σύνδεσμοι, οι προθέσεις μετράνε σαν λέξεις. Αν μια λέξη χρειαστεί να επαναληφθεί όπως το “Πότε – πότε” δεν μετράει σαν διπλή.
Μόλις σιγουρευτείτε πως έχετε συνοψίσει στο κείμενό σας την ιστορία του κτηρίου σε 6 λέξεις – προσοχή, ούτε μια λιγότερη, ούτε μία περισσότερη – αντιγράφετε τις έξι λέξεις στην δεύτερη κόλα μαζί με το όνομα και το επώνυμό σας και την κόλα αυτή την αφήνετε στην έδρα, εκεί. Αμέσως μετά μπορείτε να διασχίσετε την αίθουσα και να την εγκαταλείπετε ήσυχα για λίγο, βγαίνοντας στο διάδρομο για ένα τσιγάρο, τουαλέτα ή νερό. Όταν βγείτε έξω δεν μιλάτε καθόλου μεταξύ σας, δεν θα απομακρυνθείτε προς τα προαύλια μέρη του χώρου και δεν θα φάτε τίποτα, ούτε τσίχλα.
Θα επανέλθετε όλοι πίσω μόλις ακούσετε αυτό το κουδούνι που θα χτυπήσω – το σήκωσε ψηλά – και θα ξανακαθίσετε στις θέσεις σας. Προσοχή αυστηρά και μόνο 6 λέξεις σε 6 ολόκληρα λεπτά γράφονται εύκολα νομίζω. Με την πάροδο των 6 λεπτών και όταν όλοι πια θα βρίσκεστε στις θέσεις σας, ένας – ένας θα σηκώνεστε, όταν ακούτε το όνομά σας και θα διαβάζετε το κείμενο των 6 λέξεων. Έτσι θα συστηθείτε, ο ένας στον άλλον και σε μένα. Μετά με 6 λέξεις θα σας συστηθώ κι εγώ. Και θα ολοκληρωθεί η πρώτη μας φορά.
Όποιος τελείωνε έκανε ακριβώς όπως ζήτησε και σε λίγο παραπάνω από τους μισούς είχε συγκεντρώσει ο διάδρομος. Παρέμεναν όντως σιωπηλοί ή κι αν ψέλλιζαν κάτι δεν έφτανε μέσα στην αίθουσα. Πολύ λιγότεροι ήμασταν εκείνοι που εξαντλήσαμε όλο τον διαθέσιμο χρόνο για να ανταποκριθούμε. Πέθαινα για ένα τσιγάρο αλλά προτίμησα να μείνω κοκαλωμένος στην θέση μου. Και κάποιοι ακόμη. Οι κόλες είχαν συγκεντρωθεί όλες πάνω στην έδρα.
Άρχισε να μας καλεί με τα ονόματά μας.
Διαβάσαμε ότι είχαμε γράψει. Δεν σχολίασε κανένα κείμενο, ακόμη και εκείνα που είχαν ολοφάνερα προβλήματα διατύπωσης, ή άλλα που είχαν ξεφύγει κάπως στον αριθμό των λέξεων. Ένα από αυτά είχε μόνο, 3 λέξεις. Αρκετά είχαν 5 ή 7. Κι ένα άλλο είχε πολύ – πολύ περισσότερες.
Όταν ήρθε η σειρά του μας είπε: “Καμιά φορά το Άπειρο τρέχει σταλαγματιά – σταλαγματιά”. Οι δύο τελευταίες του λέξεις μετρούσαν σαν μία. Μάζεψε τις κόλες μας. Τις πήρε μαζί του και βγήκε με το κουδούνι του βιαστικά από την αίθουσα πετώντας μας ένα ξερό: “Την άλλη Δευτέρα, ίδια ώρα. Καληνύχτα.” Πάλι έξι λέξεις.
Στο δεύτερο μάθημα με το κουδούνι του πάντα ανά χείρας αλλά με αλλοπρόσαλλη ευθυμία μπήκε στην αίθουσα. Ένας άλλος άνθρωπος με χαρούμενη, σατιρική διάθεση και χιούμορ, πανέτοιμος να αναλύσει στον καθένα μας “την αξία της πυκνότητας στην διατύπωση μιας ιστορίας που συνωστίζεται σε μια φράση”. Την Σύνοψη δηλαδή. Οι παρατηρήσεις του ήταν εύστοχες και η προσέγγισή του ακόμα και στα κείμενα που είχαν ξεφύγει σε λέξεις μας εξηγούσανε το γιατί και το πως.
Μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς κάθε Δευτέρα βλέπαμε κι έναν διαφορετικό τύπο να μας κάνει μάθημα: άλλοτε βλοσυρό και αυστηρότατο, άλλοτε παιχνιδιάρη και ναζιάρη, άλλοτε αναλυτικό και σχολαστικό, άλλοτε ερωτεύσιμο και λάγνο… Αστεία – αστεία μέσα από αυτόν τον κυκλοθυμικό χαρακτήρα αυτού του “πολυμορφικού” δασκάλου φτάσαμε μέχρι το τέλος της σχολικής χρονιάς χωρίς να το πολύ καταλάβουμε. Ο επινοητικός ψυχάκιας, απέναντί μας, δεν γινόταν ποτέ βαρετός, έπαιζε κάθε φορά μια διαφορετική πτυχή του εαυτού του μπροστά μας και είχε τέτοιο σασπένς το κάθε του μάθημα που ήταν σαν να διαβάζεις μια ιστορία σε συνέχειες με συναρπαστική πλοκή και απρόβλεπτη κατάληξη.
Η κατάληξη ήταν τελικά να ολοκληρώσουμε ο καθένας μας μια μικρή νουβέλα, ένα κύκλο από παραμύθια, μονόπρακτα έργα ή διηγήματα. Μας είχε μεταμορφώσει, ακόμη και τους πιο προβλέψιμους από εμάς, σε συγγραφείς ιστοριών που υπόσχονταν πολλά. Και φυσικά μας έκανε να τον θαυμάζουμε και να κάνουμε με κέφι τις ασκήσεις του. Κι εκείνος λες και τρεφόταν και ποτιζόταν και άνθιζε από αυτήν την αλληλεπίδραση. Εννοείται πως παρ’ όλα αυτά ένα ήταν δεδομένο για όλους μας: πως ήταν μεγάλος ψυχάκιας.
Σχεδόν κανένας από εμάς δεν έγινε επαγγελματίας λογοτέχνης. Με το πέρας των σπουδών μας διοχετευτήκαμε οι πιο πολλοί στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Άλλοι εγκατέλειψαν για πάντα το γράψιμο, άλλοι αρθρογράφησαν σε περιοδικά κάποιου τοπικού τύπου, άλλοι άλλαξαν πορεία με έναν γάμο ή πόλη ή και χώρα ακόμη και χάθηκαν μέσα σε ζωές και σύμπαντα άλλων ανθρώπων κι ούτε που ξανακούσαμε γι’ αυτούς.
Η ζωή είναι ο πιο ταλαντούχος μυθοπλάστης και μας επιφυλάσσει απροσδόκητα πράγματα, θαύματα και τραύματα. Ήρθε ο Πόλεμος, έφυγε, ήρθε η Δικτατορία, έφυγε, ήρθε η Δημοκρατία και η Εποχή της Μετάβασης από τον έναν αιώνα στον άλλο, ακολούθησε η Οικονομική Κρίση, όλα ερχόντουσαν και φεύγανε, αφήνοντας πίσω τους σπαράγματα ζωής όπως εκείνο το κτήριο στη Ρωσία μπροστά στα κύματα.
Εγώ τότε είχα γράψει: «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ ΨΑΡΑΔΩΝ. ΚΑΝΕΝΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΠΙΑ» Εκείνος όταν ήρθε η σειρά μου σχολίασε:
«Η Ζωή και ο Θάνατος. Δίπλα – δίπλα. Αρσενικό – Θηλυκό. Αρνητικό – Θετικό. Δράση – Αδράνεια. Όλα χωρίζονται από έναν χρόνο μετάβασης τον οποίο ο συγγραφέας χτίζει με μια τελεία. Τρεις λέξεις πρώτα για την Ζωή. Συμμετρικά τρεις λέξεις μετά για τον Θάνατο. Έχει τάξη αυτός ο κόσμος. Έχει ισορροπία. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου θα παντρευτεί και θα κάνει οικογένεια. Με δύο ή τρία παιδιά. Θα ζήσει πολλά χρόνια, πιο πολύ από πείσμα κι όχι από καλή υγεία.
Δεν θα εξαρτηθεί από ουσίες. Θα ταξιδέψει λίγο. Και δεν θα του λείπει καθόλου που δεν γνώρισε σε όλη του την ζωή άλλη ήπειρο από την Ευρώπη. Κι αυτήν τόσο σποραδικά. Ένα είναι σίγουρο πως ακόμη κι αν διαπρέψει τελικά δεν θα τρελαθεί ποτέ. Θα ερωτοτροπεί με την Τρέλα. Θα την κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα. Θα την επιθυμεί και θα την φοβάται.
Θα εκσπερματώνει κρυφά μαζί της αλλά για τον ίδιο θα παραμένει Άβατο. Κι αν την επισκεφτεί ποτέ, κανένας από εμάς δεν θα το μάθει. Συγχαρητήρια έχετε προοπτικές να ζήσετε μια όμορφη ζωή. Να γράψετε δεν ξέρω. Ας μας το δείξει η χρονιά που ξεδιπλώνεται μπροστά μας.»
Έφυγα από την τάξη του έχοντας γράψει 38 ιστορίες και μία που δεν τελείωσα ποτέ. Όσα και τα μαθήματα που έκανα μαζί του στα δύο εξάμηνα του πρώτου έτους. Τελείωσα με άριστα. Τίποτα σχεδόν δεν έγινε όπως το προέβλεψε. Ούτε παντρεύτηκα, ούτε έκανα παιδιά.
Εξαρτήθηκα από το Αλκοόλ για πάνω από 30 χρόνια. Πριν λίγο καιρό νοσηλεύτηκα με ψυχική νόσο που ευτυχώς ξεπέρασα. Ταξίδεψα και στις 5 Ηπείρους. Από την Γουατεμάλα στο Δελχί κι από το Κέιπ Τάουν στη Μόσχα. Καμιά φορά μου περνάει από το μυαλό πως τα έκανα όλα αυτά για να μην επαληθεύσω τους χρησμούς του. Αφού σας το είπα από την αρχή. Ο άνθρωπος ήταν ψυχάκιας. Εγώ τον κατάλαβα με το που μπήκε στην αίθουσα.
ΨΥΧΑΚΙΑΣ.