Ήταν εκείνο το βράδυ το χειμωνιάτικο, κρύο και ψιλόβροχο, τα φώτα δεν είχαν ανάψει, μάλλον κάποια βλάβη.. ανέβαινα με το μαύρο μου δίτροχο παράνομα την οδό Κυψέλης… Την Κυψέλης επιτρέπεται να την ανεβαίνουν μόνο τρόλεϊ και όχι άλλα οχήματα.
Το γιατί κανείς δεν το ξέρει… Ένα τρόλεϊ τσουλούσε κουρασμένα μπροστά μου σταματώντας σε κάθε στάση αδειάζοντας και γεμίζοντας κόσμο. Λίγο το ψιλόβροχο, λίγο η παρανομία με έκαναν λιγότερο τολμηρό από ότι άλλες φορές.
Συνέχισα λοιπόν την πορεία μου ακολουθώντας το κίτρινο όχημα σε απόσταση αναπνοής και περιμένοντας με υπομονή σε κάθε του στάση. Κάποια στιγμή οι κεραίες βαρέθηκαν την παρέα των καλωδίων και κέρδισαν την αυτονομία τους. Το νεκρωμένο όχημα έστεκε μπροστά μου και εγώ 1-2 μέτρα πίσω του.
Κατέβηκε ο οδηγός. Φαινόταν εξαιρετικά κουρασμένος. Είχε μια τεράστια κοιλιά ενώ κατά τα άλλα δεν ήταν χοντρός. Ένα περίεργο σουλούπι που το συναντάς συχνά και δεν μπορείς να το κατηγοριοποιήσεις εύκολα. Ήρθε σιγά σιγά προς τα πίσω, έπιασε τις εξεγερμένες κεραίες από τους ιμάντες και τις τράβηξε με τσαντίλα. Να τον προσπεράσω ή να κάτσω να παρατηρήσω σιωπηλά τις επιδεξιότητες του συμπαθούς οδηγού; Ο οποίος δεν με είχε δει (σκοτάδι, μαύρο όχημα κλπ) και μέσα στη φούρια του σκόνταψε πάνω στην μπροστινή ρόδα μου.
Ξαφνιάστηκε, έχασε την ισορροπία του και έγειρε σιγά σιγά προς τα πίσω. Κράταγε τα καλώδια με αποφασιστικότητα και αιωρούνταν στο κενό. Δεν τα άφηνε για να μην πέσει κάτω, το αίσθημα της προστασίας, δεν είχε όμως και τόση δύναμη στα χέρια ώστε να τραβήξει προς τα πάνω αυτόν και την κοιλιά του. Μα το πιο εντυπωσιακό ήταν η αγωνία του γιατί δεν ήξερε τι του ’χε συμβεί. Για κάμποσα δευτερόλεπτα πήγαινε μια προς τα αριστερά, μια προς τα δεξιά ώσπου στο τέλος ο νόμος της βαρύτητας θριάμβευσε για μια ακόμη φορά. Βρέθηκε κάτω, φαρδύς πλατύς ενώ οι κεραίες πηγαινοέρχοταν ελεύθερες. Εγώ είχα μείνει άναυδος και σαστισμένος παρακολουθούσα όλο το σκηνικό καρέ-καρέ χωρίς να ξέρω τι ακριβώς να κάνω… Ξεπέζεψα, τον βοήθησα να σηκωθεί, με κοίταγε σαν χαμένος!
Μου λέει “εσύ ρε φιλαράκι που ήσουνα; από που ήρθες;”
Του ’πα “ήμουν σταματημένος και περίμενα.”
Μου πε… “Δεν σε είδα πουθενά! Με αυτή την δουλειά που κάνουμε θα πεθάνουμε στον δρόμο! Πολύ κούραση ρε αδελφέ, πολύ κούραση!”
Από τότε όποτε θυμάμαι το περιστατικό μία στεναχωριέμαι με το “πολύ κούραση αδελφέ” αλλά από την άλλη δακρύζω από τα γέλια με την αιώρηση της οδού Κυψέλης.
Discussion about this post