Ηταν τόπος για ραντεβού αυτό το μέρος; Όχι, πες μου! Σ’ αυτό το τεράστιο, άχαρο ζαχαροπλαστείο – κι ας το έλεγαν Χαρά – , και που όλοι εκεί τον ήξεραν από μικρό παιδί, θα πηγαίνανε, λέει, στις τρεις το μεσημέρι, οι δυο τους, να τα πούνε για άλλη μια φορά. Γιατί έτσι το ήθελε εκείνος. Ποιος; Ο Ηλίας ο Μπέκας, που το έπαιζε αρχινονός, αλλά τώρα το ραντεβού είχε πια κλειστεί, αλλιώς θα σου ’λεγα εγώ τι αρχί… είναι!
Αντί ο Μίμης και η παρέα του, που ήταν όλοι τους γέννημα θρέμμα, απ’ τις Κουκουβάουνες – Μεταμόρφωση τη λένε σήμερα – να κανονίζουν τις δουλειές τους, όπως αυτοί ήξεραν, με τους καντινιέρηδες και τους οδηγούς των βυτιοφόρων της Εθνικής και να προστατεύουν τα γύρω μαγαζιά, έχουνε τώρα στα πόδια τους – λες και δεν τους έφτανε το κυνηγητό της αστυνομίας – και τη συμμορία αυτού του κόπανου, που λέει πως η περιοχή είναι δική του.
Δική του, ποιανού;
Ο ίδιος, ο Ηλίας ο Μπέκας, είναι από τα Νέα Λιόσια. Όσο για τους υπόλοιπους, δυο είναι από το Μενίδι, Ρωσοπόντιοι, ένας από τη Νέα Ιωνία, ένας από το Ηράκλειο, ένας, που κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του, είναι μπάτσος, κι ένας καινούριος, ο Νίκο, είναι Αλβανός.
Ένα νησί ήταν οι Κουκουβάουνες, αν τις έβλεπε κανείς στο χάρτη.
Δεν τις έχει δει ποτέ ο Μίμης, αλλά το νιώθει, το ξέρει, πως είναι ένα νησί. Παλιά, πριν είκοσι – εικοσιπέντε χρόνια, όλοι οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, εκτός από την Τατοΐου που ήταν από πάντα άσφαλτος, γιατί από ’δω περνούσε με τη συνοδεία του ο βασιλιάς και πήγαινε στο κτήμα του, στο Τατόι.
Από τη μια μεριά της ασφάλτου ήταν η Καναπίτσα και από την άλλη, η Νέα Ζωή. Πέρναγε, λοιπόν, ο Μίμης με τους φίλους του απέναντι και σκαρφάλωνε στο βουνό, που τώρα το πετσόκοψαν, στο γήπεδο, ψηλά ή πιο χαμηλά, στο νεκροταφείο και στη λίμνη Δηλαβέρη, που τώρα την μπάζωσαν. Και στο κοτάδικο, βέβαια, στους πρόποδες του λόφου, μ’ εκείνο το φοβερό μηχάνημα με τα χωνιά γύρω γύρω, που μέσα του έβαζαν τα κοτόπουλα, ανάποδα, και τους έκοβαν, «χρατς», το κεφάλι.
Απ’ το βουνό αγνάντευε κανείς το Μενίδι ή αριστερά, κάτω, τα Μάρμαρα, τον Κόκκινο Μύλο και τους Άγιους Ανάργυρους, ως το Σκαραμαγκά και πιο αριστερά ως το Σαρωνικό.Όταν είχαν καιρό, πέρναγαν και την Εθνική – που τότε είχε δυο λωρίδες όλες κι όλες – και από τις παράγκες της Μποφίλιας κατηφόριζαν στον Κηφισό, που έτρεχε χαμηλά, μες στις καλαμιές, και έπιαναν βατράχια.
Δυόμισι η ώρα.
Ο Μίμης βγήκε από το σπίτι του στην Αρκαδίου και καβάλησε τη μαύρη, δίχρονη Γιαμάχα. Για το μάζεμα των χρημάτων τον βόλευε καλύτερα. Αυτοκίνητο χρησιμοποιούσε μόνο τα βράδια. Για ασφάλεια.
Η Χαρά, από το σπίτι του, ήταν δυο βήματα. Δεν ταίριαζε όμως να πάει με τα πόδια. Βγήκε στην Πεύκων. Άφησε πίσω του τους δεκαπέντε περίπου δρόμους ως την Μπιζανίου. Συνέχισε, ως την Γκινοσάτη. Εδώ, κάθε Σάββατο, είχε λαϊκή. Καιρός να βάλει χέρι στους μανάβηδες.
Όχι πια «πολλά από τους λίγους». Το σύνθημα τώρα είναι «λίγα απ’ τους πολλούς». Δέκα χιλιάρικα τη βδομάδα από κάθε καταστηματάρχη δεν είναι κι άσχημα. Κανείς δεν λέει όχι κι όλοι είναι ευχαριστημένοι.
Και τι θα πει «νονός»;
Αντί να είσαι μόνιμα στο ίδιο μαγαζί και να κάνεις «φέις κοντρόλ» ή να διώχνεις αυτούς που κάνουν φασαρία, πιο καλά δεν είναι να γυρίζεις με τη μηχανή και να τα μαζεύεις από τα κορόιδα μιας ολόκληρης συνοικίας; Στο κάτω – κάτω, γιατί παράτησε το γυμνάσιο και έχασε τόσα χρόνια στα γυμναστήρια;
Παπάδες, δικηγόροι, δημοσιογράφοι, νονοί, τοκογλύφοι. Όλοι σε κάτι χρειάζονται.
Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Πού πας, κύριέ μου; Ανοίγεις μαγαζί χωρίς άδεια; Θες προστασία. Χτίζεις αυθαίρετο; Το ίδιο. Και άλλωστε ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός; Ποιος ο νόμιμος και ποιος ο παράνομος;
Έφτασε στην Τατοΐου και την πήρε με κατεύθυνση προς την Αθήνα. Αριστερά του, στα πενήντα μέτρα, πήρε το μάτι του την Αγιά Σωτήρα και τα κυπαρίσσια της Αγίας Παρασκευής.
Στοπ! Πότε ήρθε αυτό το λούνα παρκ εδώ; Φρένο. Έβγαλε ένα μπλοκάκι και σημείωσε. ΤΑΤΟΪΟΥ ΚΑΙ ΠΛΑΠΟΥΤΑ. ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ. Αυτό μάλιστα. Πενήντα χιλιάρικα τη βδομάδα, θα τα ’πιανε σίγουρα.
…Ξανάφτασε στη Μπιζανίου. Από την κάτω μεριά. Έστριψε. Πέρασε πάνω από το μπαζωμένο ρέμα. Πάρκαρε. Απέναντί του ένα, δυο συνεργεία. Ο χωμάτινος δρόμος, στη μια πλευρά του ζαχαροπλαστείου, τέλειωνε σ’ αδιέξοδο.
Η ώρα ήταν κιόλας τρεις και πέντε.
Το Βιτάρα του Μπέκα ήταν παρκαρισμένο πιο κει. Ανέβηκε τα σκαλιά, πέρασε μέσα απ’ τα τραπεζάκια της βεράντας και μπήκε. Η συζήτηση δεν κράτησε πολύ. Ο Μπέκας δε δέχτηκε κουβέντα για συμβιβασμό. Ο Μίμης του είπε πως η Μεταμόρφωση ήταν μια περιοχή, που γι’ αυτόν ήταν παιχνιδάκι να τη δουλέψει. Θα του ’δινε και του Μπέκα κάποια ποσοστά, αφού ήταν παλιότερος στη δουλειά. Φιλικά, χωρίς τσακωμούς. Βλέποντας και κάνοντας.
Ούτε ν’ ακούσει ο άλλος. Η Αθήνα έχει μοιραστεί, του είπε. Εικοσιτέσσερα κομμάτια. Άλλος δεν χώραγε. Εφτά άτομα, αυτός και οι δικοί του, ήταν πολλά. Τελεία και παύλα. Έφαγε το εκμέκ του με την ησυχία του και σηκώθηκε. Ήταν άοπλος. Την επόμενη φορά όμως – φαινόταν ξεκάθαρα απ’ τα λόγια του – θα κουβάλαγε σιδερικό.
Ήπιε κι ο Μίμης μια γουλιά απ’ το φραπέ του και βγήκε.
Ακολούθησε το χωμάτινο δρόμο. Αντίθετα. Ήξερε πού έβγαζε. Να ’τα! Μια σειρά από χαμόσπιτα. Οι πόρτες τους έβγαζαν στο παλιό ρέμα. …Τον πούστη, σκέφτηκε. Πόλεμο ήθελε; Θα τον είχε! Έτσι και έριχνε τον Μπέκα μες στη Μεταμόρφωση, δεν θα ήξερε πού να πάει, ο παλιομπινές. Στο Λόγγο, για παράδειγμα. Μες τα δρομάκια, τα εργοστάσια και τα χωράφια. Αποφάσισε να γυρίσει στο σημείο που είχε αφήσει τη Γιαμάχα. Κάτι χήνες κι άλλες τόσες κότες πετάχτηκαν μπροστά στα πόδια του.
Η εβδομάδα πέρασε ήρεμα.
Ο Μίμης έκλεισε και μια δουλειά. Με το λούνα παρκ. Θα έμεναν βέβαια, μόνο δυο μήνες στη Μεταμόρφωση. Αλλά και δυο μήνες, καλά ήταν. Πέμπτη απόγευμα. Τέσσερις. Ο Μίμης έφτασε μόνος του σ’ ένα σκυλάδικο, πάνω στην Εθνική, στα σύνορα με τη Νέα Ερυθραία. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού τού είπε πως πλήρωνε σε άλλους. Δεν άντεχε παραπάνω.
Ο Μίμης του είπε να το σκεφτεί. Του έδειξε το πιστόλι στη ζώνη και έκανε να φύγει. Τότε, από το τζάμι της εισόδου, είδε το Βιτάρα. Μέσα τρεις. Ο Μπέκας, ο Αλβανός κι άλλος ένας.
Έπιασε τον ιδιοκτήτη από το πουκάμισο, του έχωσε το σαραντατεσσάρι στα πλευρά και βγήκαν αγκαλιά έξω. Ώσπου να καταλάβουν οι άλλοι τι έγινε, εκείνος ήταν πάνω στη Γιαμάχα. Έσπρωξε τον άλλο κάτω, μπήκε με φόρα στην Εθνική και χάθηκε.
Δεν κοίταξε καν από το καθρεφτάκι. Ήξερε όμως. Τον ακολουθούσαν. Στον κόμβο της Κηφισίας έκοψε λίγο, για να μην πέσει στα αυτοκίνητα που έμπαιναν απ’ το Μενίδι. Μετά μάρσαρε.
Σε μισό λεπτό έφτασε στη γέφυρα της Λυκόβρυσης. Έκοψε δεξιά. Εδώ – στην παλιά χαβούζα – μπορούσε να οδηγήσει με κλειστά μάτια.
Έστριψε στο πρώτο άνοιγμα της νησίδας, αριστερά, και όρμησε στο ύψωμα, στη στενή, χιλιομπαλωμένη, στριφογυριστή άσφαλτο, σαν πουλί. Δεξιά, κάτω, πίσω απ’ το συρματόπλεγμα οι τετράγωνες, κολλητές, η μια με την άλλη, δεξαμενές ανάβρυζαν τα ανοιχτά καφέ λύματα.
Έτρεχε χωρίς να γυρίζει το κεφάλι κι ήταν σαν να τις βλέπει. Αριστερά του, το ένα μετά το άλλο, έφευγαν προς τα πίσω, ένα μικρό εργοστάσιο, ένα τσιμεντάδικο, ένα μαρμαράδικο. Τρύπες, μεγάλες, στο δρόμο, γεμάτες νερό. Η μια μετά την άλλη. Νταλίκες. Μπροστά του η μια, η άλλη να έρχεται, αγκομαχώντας.
Πέρασε ανάμεσά τους, σαν φίδι. Να πάρει στο κινητό τα παιδιά της παρέας; Να ’ρθουν για ενίσχυση; Θα έχανε χρόνο.
Ένα κτίσμα. ESKIMO. Ο δρόμος έγινε χωμάτινος. Δεξιά, συρματόπλεγμα. Πίσω του, χαμηλά, ο Κηφισός. Μια μάντρα με τσιμεντόλιθους. Τέσσερις κίτρινες, όρθιες δεξαμενές. Έστριψε δεξιά. Το βενζινάδικο της ΕΚΟ. Εργάτες που σχόλαγαν. Πακιστανοί.
Να προσέχεις, μην πέσεις επάνω τους. Και σκυλιά. Παντού σκυλιά. Σιχτίρ! Τους ξέφυγε, τους παλιόπουστες.
Έστριψε στη Ναυπλίου. Σιγά σιγά. Έκοψε.
Να φυλαγόμαστε!
Να, η Τατοΐου! Να βγει, πάνω από τη γέφυρα, στη Μεταμόρφωση; Ή να πάει προς Μενίδι; Καλύτερα στη Μποφίλια!
Στη διχάλα του δρόμου, τους είδε. Είχαν κατεβεί από τ’ αυτοκίνητο. Κοίταζαν ολόγυρα. Έστριψε με προσοχή. Ξαναπήρε τη Ναυπλίου. Τον είδαν. Πήρε προς τα κάτω το τελευταίο στενό, προς την Αρτέμιδος. Τέρμα.
ΟΡΙΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ.
Να ’τοι! Έρχονται. Απ’ την αρχή της Αρτέμιδος. Κάνει προς τα πίσω. Στροφή επιτόπου. Δεν προλαβαίνει να ξαναστρίψει. Μπροστά του κάποιοι σχολάνε. Μαζεμένοι. Κοιτάνε. Μια στροφή ακόμα. Μετά ευθεία. Πού πηγαίνει αυτός ο δρόμος; Μια πύλη. Κλειστή. OLYMPIC FOODS.
Αδιέξοδο. Σταμάτησαν. Κατέβηκαν. Ακροβολίστηκαν. Ο Μπέκας στη μια πλευρά του Βιτάρα. Ο Νίκο απ’ την άλλη, κοντά στο δέντρο. Ο τρίτος, στη γωνιά του εργοστασίου.
Ο Μίμης πυροβόλησε. Τρεις φορές. Τίποτα. Τράβηξε τη σιδερένια πύλη. Κλειδωμένη.
Ο Μπέκας σήκωσε το πιστόλι του, ένα βαρύ, παλιό Μπράουνινγκ και σημάδεψε – χωρίς βιασύνη, με τα δυο χέρια – το Μίμη.
Στο κούτελο.
Πίεσε τη σκανδάλη.
Έπεσε.