Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν σε έναν τόπο μια πολιτεία. Απλωνόταν δίπλα στη θάλασσα, ξεκίναγε από την άκρη της κι έφτανε μέχρι που άρχιζε το δάσος το μεγάλο. Στους δρόμους της, συναντούσες ανθρώπους όλων των λογιών: εμπόρους, πραματευτάδες, νοικοκυραίους, μαστόρους, χαμάληδες, ζητιάνους, δουλευτάδες, τεμπέληδες, αρχόντους, παρακατιανούς. Κουβαλούσαν άλλοι βίος μεγάλο, άλλοι όνομα, άλλοι μονάχα φτώχεια και σκοτούρες από κείνες που όλον τον κόσμο βασανίζουν.
Μια μέρα ένας ψαράς κίνησε από το σπιτικό του στην άκρη της πόλης να πάει στο λιμάνι. Εκεί μπαίνει στη βάρκα του, ξανοίγεται στο πέλαγος να καλάρει τα δίχτυα του. Τα μαζεύει σαν έρχεται η ώρα, να βγάλει το μεροκάματο. Μα σαν τα τράβηξε δεν βρήκε τίποτα! Ρίχνει τα δίχτυα δεύτερη φορά, τα σηκώνει μα τα αντικρίζει δίχως ψάρια. Προσπαθεί τρίτη φορά, μα η θάλασσα σαν από πείσμα δεν του έδινε τίποτα. Γυρίζει στο λιμάνι, δένει τη βάρκα στον ντόκο και τραβά στην αγορά. «Μήτε λέπι δεν έβγαλα σήμερα, μα το στομάχι σκόντο δεν κάνει κι έχω στόματα να θρέψω…» μουρμουράει.
Ο δρόμος για την αγορά περνούσε μπροστά από το παλάτι του βασιλιά. Εκείνη την ώρα ήταν κάτω από ένα κιόσκι στον κήπο με τα δέντρα. Τα παιδιά του έπαιζαν τριγύρω, οι υπηρέτες έτρεχαν ξοπίσω τους, το τραπέζι ήταν στρωμένο μ’ όσα έβαζε ανθρώπου νους και τα σκυλιά του έτρωγαν σε πιάτα χρυσά.
Την ώρα που ο ψαράς περπατούσε, γυρίζει κι αντικρίζει τον κήπο, βλέπει τα σκυλιά να τρώνε σε πιάτα χρυσά, τον παίρνει το παράπονο: «Μωρέ, λέει ο λαός πως του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο είναι δέκα φορές αδειανό και μια φορά γεμάτο, μα τούτο το πράγμα, να τρώνε τα σκυλιά από πιάτα χρυσά και να πεινάνε οι ανθρώποι, δεν το θέλει μήτε ο Θεός, ας είναι άδικος του λόγου του…»
Θες γιατί ξεστόμισε δυνατά, θες γιατί ο βασιλιάς τον είδε που κοντοστάθηκε και δαγκώθηκε, στέλνει τους υπηρέτες του να τον φωνάξουν.
Ο ψαράς βρέθηκε αντίκρυ στο βασιλιά και τον ζώνουν τα φίδια. «Τι μουρμούραγες σαν πέρναγες έξω από τον κήπο, ψαρά;» τον ρωτά. «Τίποτε, άρχοντά μου…» λέει ο άνθρωπος κεραυνωμένος. «Μα, σε άκουσα, να μουρμουράς για σκυλιά και πιάτα χρυσά! Τι ξεστόμισες;» λέει ο βασιλιάς αγριεμένα. «Βασιλιά μου, σήμερα έριξα τα δίχτυα κάμποσες φορές και δεν ψάρεψα τίποτα, τα παιδιά μου θα πεινάσουν.
Είδα τα σκυλιά σου που τρώγανε σε πιάτα χρυσά και μ’ έφαγε η στενοχώρια…» Ο βασιλιάς αποκρίνεται: «Θα σου δώσουμε φαγί, για τα παιδιά σου, και εσύ θα πας να ψαρέψεις ξανά. Ό,τι πιάσεις, θα το φέρεις κι εγώ θα σου δώσω το βάρος του σε χρυσάφι…»
Ο ψαράς πηγαίνει σπίτι του, ταΐζει τα παιδιά του. Την άλλη μέρα ξανοίγεται πάλι στο πέλαγο. Φτάνει σε μέρος με ρεύματα, πέρασμα ψαριών και απλώνει τα δίχτυα. Περιμένει όσο έπρεπε, τα σηκώνει, κοιτάζει και τι να δει; Τα δίχτυα αδειανά, δεν είχε σκαλώσει λέπι! Κάνει κουπί, πηγαίνει πιο πέρα, ξαναρίχνει δίχτυα, περιμένει όσο έπρεπε, τα τραβά, κοιτάζει, τίποτα!
«Ανάθεμα την τύχη μου!» φωνάζει με μάνητα ο ψαράς, πιάνει τα κουπιά, πηγαίνει παραπέρα. Ρίχνει τα δίχτυα του ξανά, περιμένει, τα τραβά, κοιτάζει, τι να δει; Ανάμεσα στα δίχτυα ήταν ένα μάτι! «Φτου! Τι μού ’λαχε; Τόσες φορές καλαίρνω και δεν έπιασα τίποτα! Όσο ζυγίζει τούτο το μάτι, θα το πάρω σε χρυσάφι, απ’ το τίποτα καλό είναι…»
Γυρίζει στο λιμάνι, δένει τη βάρκα και πηγαίνει στο παλάτι. Ο βασιλιάς τον περίμενε, είχε μπροστά του τη ζυγαριά που δε λάθευε ποτές. Βλέπει να βγάζει ο ψαράς απ’ την τσέπη ένα μαντήλι, το ανοίγει και δείχνει το μάτι! Τον κοιτάζει κατάματα και λέει: «Η τύχη σού γύρισε την πλάτη, μα θα σου δώσω το βάρος της ψαριάς σου σε χρυσάφι…».
Οι υπηρέτες βάζουν το μάτι στη μια μεριά της παλάντζας, βάζουν χρυσά φλουριά στην άλλη, μα το μάτι ήταν βαρύτερο! Βάζουν ένα πουγκί χρυσάφι, μα το μάτι στο τάσι του απόμενε κολλημένο στο πάτωμα! Οι αυλικοί το πιάνουν στη χούφτα τους, ήταν αλαφρύ. Το βάζουν στο ζύγι ήταν βαρύτερο απ’ το χρυσάφι… «Βάλτε κι άλλο!» παράγγειλε ο βασιλιάς, μα το μάτι ήταν πάντα βαρύτερο! Ο βασιλιάς τα χρειάστηκε, φωνάζει τη δωδεκάδα των συμβούλων να δώσει εξήγηση σε τούτο το παράξενο…
Εκείνοι άνοιξαν τα κιτάπια, κουβέντιασαν ώρες, μέρες πολλές, μα λύση δεν βρήκαν. Τότε ένας από τους σοφούς λέει: «Βασιλιά, να φωνάξουμε τον γέροντα που ζει ψηλά στο βουνό, μπορεί του λόγου του να ξέρει…» ¨Έστειλαν και τον έφεραν στο παλάτι. Εκείνος στάθηκε μπροστά στη ζυγαριά. «Φέρτε μια χούφτα χώμα» λέει.
Παίρνει το χώμα και το ρίχνει πάνω στο μάτι μέχρι να σκεπαστεί καλά. Μεμιάς η ζυγαριά βαραίνει προς τη μεριά του χρυσαφιού και το τάσι του ματιού βρίσκεται στον αέρα! Όλοι απόρησαν και κοιτάχτηκαν. Γυρίζει ο γέροντας και λέει: «‘Όσο το μάτι του ανθρώπου βρίσκεται πάνω από τη γης, δε χορταίνει με τίποτα, όλο ζητά περισσότερα. Σαν έρθει όμως η ώρα να πεθάνει, να θαφτεί κάτω από το χώμα, όλα εξαφανίζονται…»