Είναι ένα μαγαζί, πίσω από τη στάση του λεωφορείου. Πουλάει φυτά, κάδρα και πορσελάνινα βάζα, αφίσες ποδοσφαίρου και ποτήρια για ουίσκι. Το έχει ένας κύριος με μουστάκι, φαβορίτες και παντελόνι καμπάνα.
Αναλαμβάνει και μαραγκοδουλειές λέει, και βαψίματα. Και κάπως, κάποτε αυτός ο κύριος έχει μαζέψει εκεί μέσα τους απόηχους των εποχών που πέρασαν. Δεν ξέρω που το βρήκε το κέντημα με το χρυσό ξύλινο κάδρο, ούτε την αφίσα του Παναθηναϊκού του ’80. Δεν ξέρω κι αν θα τα πουλήσει ποτέ. Ξέρω μόνο ότι έτσι, το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζουν μερικές από τις νότες μιας συγχορδίας που για να ακουστεί ολόκληρη, της λείπει αυτή η παχουλή τηλεόραση από παλιά (ξέρεις αυτή με το καφετί περίγραμμα, και την οθόνη -κοιλία, σαν την κοιλιά του ιδιοκτήτη της). Της λείπει ακόμα το κεντητό τραπεζομάντηλο και το σεμεδάκι.
Τώρα τα σεμεδάκια πια είναι είδος υπό εξαφάνιση, σαν τις γιαγιάδες που τα έφτιαχναν. Γεμίσαμε μοντέρνες γιαγιάδες, βλέπεις, που δεν κάνουν βελονάκι και χρησιμοποιούν μπλέντερ. Αν μπεις σε κανένα σπίτι και είσαι προσεκτικός, ξεπροβάλλει που και που κανένα σεμέν σαν τρομαγμένο ζώο. Μια ακρούλα πάνω από το ψυγείο, μια κάπου στη σύνθεση του σαλονιού. Μη ρωτήσεις γι’αυτά όμως. “Της γιαγιάς” θα σου πούνε και θα τρέξουν να το κρύψουν, σαν να είναι ντροπή.
Είναι στο μαγαζί λοιπόν και κάτι φιγούρες πορσελάνινες, κάτι κυρίες με σκυλιά και φορέματα. Αυτά νομίζω ζούσαν σε κομοδίνα. Σε εκείνα τα κομοδίνα που τα ξεσκόνιζες με τη φτερού, ακόμα και αν τελικά διέθεταν περισσότερη ποικιλιά από φτερά πάνω τους με τις λάμπες- μποά και τις μπαλαρίνες με τα χέρια-γαντζάκια για κοσμήματα.
Έχει και ασημικά το μαγαζί, καλογυαλισμένα. ‘Αραγε γυαλίζει κανείς τα ασημικά σήμερα με την ίδια ευλάβεια; Θύματα της εποχής και οι καμαριέρες που το αναλάμβαναν δηλαδή. Δεν έχεις και που να τα εκθέσεις πια… το ΙΚΕΑ δε φτιάχνει μπουφέ με ραφάκι για τα ποτηράκια του κονιάκ (σε δίσκο πάντα, μην ξεχνιόμαστε), τις φωτογραφίες του παππού στον καφενέ και τα ασημένια κηροπήγια. Δεν είναι πρακτικό. Δεν είναι οικονομικό. Και ΚΥΡΙΩΣ δεν είναι εργονομικό. Οπότε πάνε και οι φωτογραφίες, πάνε και τα ασημένια κάδρα τους. Ευτυχώς έχει ο κύριος στο μαγαζί του μερικά. Και που να εκτυπώσεις το ψηφιακό θαύμα και να το βάλεις σε τέτοια κορνίζα. Δεν τραβάει. Κρίμα.
‘Εχει και μερικά από ’κείνα τα κρυστάλλινα τα μπολάκια, που έβαζες τα σοκολατάκια για το εγγονάκι. Τώρα δε χωράει πια την μπάρα δημητριακών που συστήνει ο διαιτολόγος στη μαμά.
Αχ και τα φυτά στο μαγαζί! Εκείνα τα στολίδια μπαλκονιού που έχουν μικρά μικρά λουλουδάκια, τα οποία με τον καιρό μεταφέρονται ως δια μαγείας πάνω στο φορέματα ’κείνης που τα ποτίζει και γίνεται ένα με τα λουλούδια της, με τη λουλουδάτη ρόμπα της. Έχουν ένα χαρακτηριστικό αυτά, νομίζω ζούνε από το ενδιαφέρον σου και την σχολαστικότητα σου. Είναι από τα φυτά που θέλουν να τους μιλάς. Να περνάς χρόνο στο μπαλκόνι, να τους δείχνεις το εργόχειρό σου. Τότε θα ανθίσουν, πιο όμορφα και από της γειτόνισσας απέναντι.
Δε ξέρω αν ο κύριος με το μαγαζί θριαμβεύει επί του επιχειρηματικού. Θα έλεγα πως μοιάζει να το εξασκεί σαν χόμπι και ρουτίνα ταυτόχρονα. Ταιριάζει όμως στο μαγαζί του. Ελπίζω να συνδιαλέγεται που και που με τα φαντάσματα που κυκλοφορούν ανάμεσα στα κολονάτα ποτήρια και που φυσάνε μέσα στις κρυστάλλινες καράφες. Ελπίζω να βλέπει τις πόρτες που ανοίγονται μέσα από τους πίνακες με τα καΐκια και τις απρόμαυρες φωτογραφίες. Αλλά μπορεί και να μη χρειάζεται να ακούσει και να δει, μιας και είναι και ο ίδιος μέρος αυτής της συμφωνίας του παρελθόντος.
Και ’γω, που δεν έζησα, δεν είδα, δεν άκουσα, παραμόνο αντίλαλους από τα χρόνια της δόξας του, μπορεί έγω μόνο να μαγεύομαι από τούτα τα φαντάσματα. Και να θέλω να αγοράσω τα μαγεμένα αντικείμενα να μου πουν τις ιστορίες τους. Και δεν μπορώ. Δε μου πηγαίνει καρδιά να τα ανταλλάξω με κάτι ευρώ ολοκαίνουρια, νεοφερμένα και εντελώς ακατάλληλα. Δε θέλω να μου παρεξηγηθεί η πορσελάνινη κυρία με το σκύλο. Θα νομίζει οτι την πήρα για πενταροδεκάρες, η μαθημένη στας δραχμάς.
Τουλάχιστον ελπίζω να ξέρει ο κύριος ότι πουλάει μια εποχή, για μας τους φρέσκους, τους εκσυγχρονισμένους και τους πλήρως εξοπλισμένους. Μια εποχή μέσα σε ένα μικρό μαγαζί, πίσω από τη στάση των λεωφορείων.
Θα τον γνωρίσεις τον ιδιοκτήτη. Έχει μουστάκι και παντελόνι καμπάνα.