Αγαπημένε μου,Όταν πήγαινα στο σχολείο είχα ένα δάσκαλο πολύ όμορφο και πολύ ψηλό. Μελαχρινό, με γυαλιά. Ήταν πανέξυπνος και κάθε Χριστούγεννα μάς έφερνε δωράκια. Στις σχολικές γιορτές ερχόταν και η γυναίκα του, μια νέα γυναίκα, γελαστή και κεφάτη, με αδυναμία, καθώς φαινόταν, στα καπέλα και τα γάντια. Κομψότατη.
Στην έκτη δημοτικού, που λες, είχα ντυθεί για τις απόκριες ροζ πάνθηρας και είχα πάει στο πάρτυ του σχολείου που άρχιζε νωρίς το απόγευμα και θα τελείωνε αργά το βράδυ. Ίσως το πρώτο μου ξενύχτι. Όταν πήγα να πιω νερό στις βρύσες, είδα τον δάσκαλό μου να φιλάει την καλύτερη φίλη της αδερφής μου από τη δευτέρα λυκείου, μια μαθήτρια δεκαεφτάρα, ψηλή κι εντυπωσιακή. Την είχε τυλίξει γύρω του και είχε χώσει το χέρι του μες στα κατάμαυρα, μακριά της μαλλιά.
Μάζεψα άνυδρη την ουρίτσα μου και πήγα να πάρω πατατάκια από το μπουφέ. «Ωραίο καπέλο!», είπα, χωρίς να ξέρω το γιατί, στη γυναίκα του που καθότανε μαζί μας και μας έπλεκε χρωματιστά βραχιολάκια με τα όμορφα δαχτυλάκια της. Είχα αναστατωθεί. Το βράδυ εκείνο ορκίστηκα να μην ερωτευτώ ποτέ έναν όμορφο, μελαχρινό άντρα με γυαλιά.
Δέκα χρόνια αργότερα, περίπου, νόμιζα πως δεν πατούσα τον όρκο μου όταν σε άφησα να με φιλήσεις, γιατί εσύ δεν είχες μυωπία. Καλά, ούτε δάσκαλος ήσουνα και, μεταξύ μας, κανείς δε σα έλεγε πανύψηλο. Κι εγώ, βέβαια, δεν ήμουν μια γλυκιά κυρία με καπέλα, αλλά ένα κορίτσι που του σφύριζαν τα αυτοκίνητα στο δρόμο.
Για να μην στα πολυλογώ, κρυφά, ήθελα να σε παντρευτώ. Ήμουν, όμως, μοντέρνα. Έπρεπε να είμαι. Σπούδαζα, θυμάσαι; Είχα φίλες και φίλους, ταξίδευα στο εξωτερικό, σε αγαπούσα σε στάση, λες, προσευχής. Δε σε ενοχλούσα, όμως ήμουν εκεί. Καταλάβαινα, αγκάλιαζα την ομορφιά σου με το πρόσωπό μου, τα πόδια μου όταν κάναμε έρωτα ριζώναν στην πλάτη σου και να ξεκολλήσουν δεν ήθελαν. Θυμάσαι;
Μου χάριζες αναστεναγμούς και βαριά βαριά τους ακουμπούσες στο λαιμό μου, με ήθελες, με πόναγες, με ήθελες, με άφηνες πάντα για λίγο. Με τα λεφτά σου περνάγαμε τα βράδια μας. Έτσι ήσουν. Ποτά, μαγαζιά, άνθρωποι. Πόσο μισούσα με ανείπωτη γλύκα τον ενθουσιασμό σου για τα πάντα. Αυτός ο παιδικός ενθουσιασμός για έναν άγνωστο, βαρετό λόφο, αυτή σου η χαρά όταν συναντούσες την αγαπημένη σου ράτσα σκύλου στο δρόμο.
Δεν είχες μυωπία, δεν ήσουν δάσκαλος, μετά βίας καταλάβαινες κάποιες από τις δυσκολότερες λέξεις της ελληνικής γλώσσας, όπως «αμφοτεροβαρώς». Η αγάπη μας, ένιωθα, ήταν αμφοτεροβαρής. Όχι, δε θα σου εξηγήσω, μάτια μου, άνοιξε και κανένα λεξικό, εκτός από πόδια.
Οκ, κάποια στιγμή άνοιξες μαγαζί στη Μύκονο και ήσουν εκεί κι εγώ ήμουν και δεν ήμουν. Το αίμα σου έγραφε νύχτα και το έγραφε με μελάνι πικρό, με μελάνι μωβ και στενάχωρο. Πότιζες τα σωθικά σου ψέμα, η μουσική στη διαπασών. Άραγε, ακόμα παίρνεις εκείνα τα αθώα σου ναρκωτικούλια που «έλα μωρέ» και «γιατί όχι»»;
Στην Αθήνα οι χειμώνες ήταν τα καλοκαίρια μου. Φώτιζες ήλιος εσύ τις μικρούλες μου μέρες και, ξαφνικά, ερχότανε ο γαμημένος ο Απρίλιος κι έφευγες. Ποτέ δε συμπάθησα τον Πειραιά και το βρωμολίμανό του. Μακριά μου, εσύ, γελαστός εσύ και με το ζόρι εγώ να σε σφίγγω στην αγκαλιά μου και να λέω «γεια σου».
Αχαρτογράφητα βογκητά πόθου θαμμένα σε νυχτερινά μηνύματα κι εκείνες σου οι λακωνικές απαντήσεις και, γαμώ τις καρδούλες σου γαμώ, πες μου μια κουβέντα, κάτσε γράψε την, αγόρι μου. Μέρες, φορές, εξαφανιζόσουν. Και πού να πήγαινες άραγε, σε ποιους γαλαξίες που κρέμονταν όλοι διάφανοι πάνω από το κρεβάτι σου; Τα κρύα σου τα πόδια ποια άλλα, ζεστά, αγγίζανε πάνω στου ύπνου τον χορό;
Τα αμάξια μού σφυρίζανε στο δρόμο, τα βλέμματα στα μπαρ κατευνάζανε τις ζήλιες μου. «Αν ήθελα εγώ…», μα δεν ήθελα. Μόνη επέστρεφα τις νύχτες. Και μια νύχτα πήρα κι εγώ το καράβι. Ήταν, ξέρεις, μα βέβαια ξέρεις, εκείνη τη χρονιά. Το 2016.
Κάπου διάβασα πρόσφατα πως η λήθη είναι η αποθήκη της μνήμης. Εκεί η μνήμη πετά ό, τι δεν της χρειάζεται. Έτσι κι εγώ πέταξα και τις παραλίες και τα μέρη και τις ανοησίες σου τις περιττές κι όλα εκείνα τα άχρηστα κορμιά που γλεντοκοπούσαν με μυρωδιά αλκοόλ στους ιδρώτες τους ως το ξημέρωμα. Κράτησα, φαίνεται, αυτό που χρειάστηκε η μνήμη μου να κρατήσει. Εκείνο το κορίτσι, εκείνη τη γυναίκα.
Το σώμα εκείνης έσταζε ό, τι το δικό μου είχε στερηθεί, για ακόμα μία φορά, ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έσταζε κι έζεχνε Κώστα. Κώστα το άρωμά της. Dior το δικό μου, Κώστα το δικό της. Μια άγνωστη και καλά φίλη, μια θαμώνας στο κωλομάγαζό σου, αγάπη μου. Μα σε αγαπούσα, χαζέ, σε ήξερα. Εσύ αυτή δεν θα την άφηνες ποτέ ανέγγιχτη. Μέσα στα μάτια της δεκάδες πληγωμένοι πάνθηρες, μαύροι και όχι ροζ, έτρεχαν και αλυχτούσαν και ξάφνιαζαν τον κόσμο όλο. Το στόμα της ήταν μυγδαλάκι ψημένο, αρωματικό και τραγανό. Της μίλησα για σένα, μου μίλησε για σένα. Υπήρξαμε τίμιες. Ασχοληθήκαμε με αυτό που υπήρχε ανάμεσά μας, τη μόνη μας γέφυρα: εσένα.
Μια μυστική γνώση φερμένη από τον πάτο του ποτηριού μου και να μυρίζει βότκα λεμόνι μου γάζωσε τον εγκέφαλο. Αυτή την πουτάνα την πήδαγες. Αυτή η καριόλα είχε άσχημους χειμώνες μακριά σου. Ήμασταν πάτσι και γι’αυτό τη συμπάθησα. Στο κάτω κάτω εμένα οι χειμώνες μου σε είχανε και τον χειμώνα έχει κανείς περισσότερη ανάγκη από Σώμα. Έτσι σκεφτόμουν…
Μα ήταν όμορφη, ήταν καλή και σοφή. Είχε την ομορφιά που δεν είχα. Κοίταξε, είχα πιο λείο δέρμα, μεγαλύτερο στήθος και σαφώς τρυφερότερο μουνί, ω ναι, αυτά μια γυναίκα τα διαισθάνεται. Αλλά η σκύλα είχε παστωθεί όχι με μέικ απ όπως εγώ, αλλά με απώλεια. Είχε χάσει, σου λέω, ανθρώπους και στιγμές και αυτό της φώτιζε όλο το πρόσωπο, της έκανε τα μαλλιά της παραδείσια πτηνά και τη σήκωνε ένα σκαλί ψηλότερα από μένα. Και μωρό μου, μη θυμώσεις: και από εσένανε τη σήκωνε μερικά σκαλιά πιο πάνω. Η ομορφιά της πληγής της ανεπούλωτης όλη δική της κι έκανε τα νιάτα μου χίλια κομμάτια μέσα στο ημισκότεινο μαγαζάκι σου.
Δεν μπορούσα να φύγω, δεν μπορούσα να γλιτώσω, είχα γύρω μου θάλασσα. Άτιμα νησιά, φυλακές αδυσώπητες. Κανένα βλέμμα, άσπλαχνε, δεν της έριξες. Κι αυτή, Γυναίκα γνήσια που πρωτίστως σα μάνα λειτούργησε και αδερφή. Ήμουν η αδερφή της κι ήσουν ένας Ξένος. Χρέος της εγώ, χρέος της να με ακούσει. Όχι να σε διεκδικήσει, όχι τη δύσκολη και για τις δυο μας ώρα εκείνη.
Αν ο καθρέφτης μπροστά μας έλεγε την αλήθεια, αντί να δείχνει την πραγματικότητα, θα αποκάλυπτε έναν ροζ πάνθηρα μια σπιθαμή κοντό να τρέχει αλαφιασμένο. Εκείνη τη στιγμή ήρθε στο μυαλό το παράνομο φιλί του δασκάλου μου στις βρύσες κι εγώ 11 χρονώ κοριτσάκι. Οι μαύροι πάνθηρες της γυναίκας στη Μύκονο λαχάνιαζαν και τα ιδρωμένα διαμάντια πάνω στις εβένινες ουρές τους γίνονταν δάκρυα στα πονεμένα της μάγουλα. Αυτή γέλαγε και τα διαμάντια γάντζωναν πάνω στα λακκάκια της και την αγκάλιαζα και της χάιδευα την άτιμη πλάτη της και γινόμουν εσύ. Ώστε έτσι είναι να αγκαλιάζεις μια ξένη, λαχταριστή σάρκα που, λίγο λίγο, θες δε θες, γίνεται περιουσία σου;
Πιο πολύ από την ώρα εκείνη που την ακούμπαγα, δε σε είχα αγαπήσει. Καμωνόμουν την ανήξερη. Κι αυτή το ίδιο, μα πιο πετυχημένα. Ηλίθιε, η αγάπη της στάλα διεκδίκηση δεν περιείχε μέσα κι εσύ δεν την κοίταξες ούτε μισή φορά, παρά χασκογέλαγες σε μένα ψεύτικα και δίχως θάρρος.
Όταν γυρίσαμε πρωί στο σπίτι σου με ξάπλωσες μαλακά στο κρεβάτι και αυτό άρχιζε να σκούζει στο ρυθμό των κορμιών μας. Εγώ δεν είχα, εκείνη την ώρα, κορμί. Έγινα για λίγο, όσο κράτησε η ένωση, εκείνη. Τα τατουάζ της μου έγδαραν το δέρμα, τα χείλη της μου πνίξανε το πρόσωπο, η λεκάνη της κοπάνησε με τη δική μου και την κατάπιε. Άρχιζα να μυρίζω αμύγδαλο και απώλεια. Εγώ τώρα έχανα εσένα. Ή μάλλον, καταλάβαινα πως από καιρό σε είχα χάσει.
Απώλεια είναι να καταλαβαίνεις τη μοναξιά και να ορέγεσαι τη σιωπή γιατί οι λέξεις, πια, δεν κουβαλάνε τίποτα. Απώλεια είναι να κάνεις έρωτα σα να έκανες θάνατο.
Ψιθύρισα δεκάδες φορές το όνομά σου, έχυνα ατελείωτα πάνω σου, ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά, κοιμήθηκες -πώς μπόρεσες, καρδιά μου-, γύρισα πλευρό, σηκώθηκα, ντύθηκα, μάζεψα το σάκο μου, φόρεσα γυαλιά ηλίου. Στο δρόμο συνάντησα μια μαύρη γάτα και σκέφτηκα πως θα ήτανε ένας από τους πάνθηρες των ματιών της. Όταν οι πάνθηρες ερωτεύονται γίνονται γάτες και αποδρούν, σκέφτηκα.
Την κακομοίρα. Αν δε σε αγαπούσα θανάσιμα θα την προστάτευα από εσένα εκείνη τη στιγμή, θα πήγαινα να την αρπάξω από τον ανήσυχο, πρωινό της ύπνο, αφού πρώτα έδινα ένα φιλί στα κουρασμένα της πόδια, μαλάκα. Μαζί θα κλαίγαμε λιγάκι, ύστερα καφέ θα πίναμε και, στην τελική, θα παραμέναμε δυο ωραίες γυναίκες. Μόνες.
Μα ήξερα πόσο τη χρειαζόσουν. Μονάχα αυτή θα μπορούσε να σε τιμωρήσει ικανά και για τις δυο μας. Άλλωστε, ήταν ακόμα Σεπτέμβρης. Ήξερα πως σε δικαιούται για μερικές εβδομάδες ακόμα.
Έκοψα ένα κλαράκι μιας βουκαμβίλιας κι έκοψα το όνομά σου από το δέντρο μέσα μου. Αίμα έσταξε καλό και να καθαρίζω ξεκίνησα. Μετά το αίμα, τα κλάματα. Μετά, ο ιδρώτας στα χέρια και ο άτσαλος ύπνος στο καράβι.
Τα παρακάτω τα ξέρεις. Παρακαλώ, άσε με ήσυχη. Δεν θα ήθελα να περιγράψω σε αυτό το ερωτικό γράμμα τα υποκριτικά σου παρακάλια να με κρατήσεις κοντά σου. Με είχες βαπτίσει ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ και δεν ήθελα άλλο, κατάλαβες; Τους βαρέθηκα, πια, αυτούς τους συντροφικούς χειμώνες. Πού ήσουν όταν έδυε ο ήλιος στα δικά μου νησιά; Όχι, δεν θα παρασυρθώ τώρα.
Βρίσκομαι στο Βερολίνο, είμαι καλά και δεν σε αγαπώ. Μα σε νοιάζομαι να είσαι καλά και μάθε πως από το μυαλό μου κάνεις τις βόλτες σου κάτι παράξενες ώρες. Εδώ δουλεύω, κάνω σεμινάρια ρητορικής και ερωτεύομαι τον εαυτό μου και τις δικές μου, μικρές απώλειες. Μα τι σου λέω τώρα κι εγώ…
Ίσως, κάποτε, γίνω τόσο όμορφη όσο εκείνη. Όμως εγώ, καρδιά μου, δεν θα μαυρίσω ποτέ. Θα μείνω για πάντα εκείνος ο απροστάτευτος, ροζ πάνθηρας.
Σε παρακαλώ, να προσέχεις. Σε παρακαλώ, να αντέχεις. Να μάθεις να αγαπάς και να λες την αλήθεια. Σε παρακαλώ, μάθε να σέβεσαι δυο πόδια που ανοίγουν ταυτόχρονα με την καρδιά. Ξέρουμε και οι δυο καλά πως αυτό είναι που σε καυλώνει στ’ αλήθεια. Μη φοβάσαι, μωρό μου. Μη φοβάσαι, σε παρακαλώ. Η ζωή είναι γενναιόδωρη που θα πει δίνει τα δώρα της στους γενναίους.
Με γενναιοδωρία, λοιπόν,
Σούλα
Discussion about this post