13, 12, 11…
Στάθηκε απέναντί του. Ήταν απειλητική. Έρωτας. Δεν την έβλεπε καλά. Ο ήλιος που ήταν πάνω στο πρόσωπό του; Η ομορφιά της που έλαμπε; Ο αστιγματισμός που του υπενθύμιζε πως έχει πια μεγαλώσει για τέτοιες αναμετρήσεις;
Έκλεισε τα μάτια, θυμήθηκε τον τρόπο, τον τρόπο να τραβά πάντα πρώτος το πιστόλι του. Χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Ένιωσε ότι το είχε. Η απέναντι τον κοίταζε περίεργα. Δεν καταλάβαινε γιατί έκλεινε τα μάτια του και τι στο διάολο χαμόγελο ήταν αυτό. Δε φοβόταν ότι θα το εκμεταλλευόταν και θα πυροβολούσε εκείνη πρώτη; Γύρω-γύρω άσχετοι, περίεργοι, παιδιά και βαρεμένοι περίμεναν την αναμέτρηση. Αυτός τέντωσε λίγο το δεξί του χέρι, ανατρίχιασε και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση.
13, 12, 11…
Πάντα ξεκίναγε από το 13 αλλά δεν πυροβόλαγε ποτέ στον ίδιο αριθμό.
Ότι του έλεγε η διαίσθησή του. Η απέναντι ήταν απειλητική και όμορφη. Στο 4 πήγε να τραβήξει, αλλά είχε ήδη ακούσει τον πυροβολισμό. Από μέσα του συνέχισε την αντίστροφη μέτρηση για να δει σε ποιον αριθμό θα φτάσει η σφαίρα της. Το χέρι του απλώς είχε ακουμπήσει τη λαβή του όπλου. Αισθάνθηκε ένα κάψιμο πάνω από τον ώμο. Τινάχτηκε πίσω, σωριάστηκε και ήταν σαν να έπεφτε να ξεκουραστεί.
Ανάσκελα κοίταγε τον ήλιο και συνέχισε να χαμογελά. Η απέναντι στεκόταν πια από πάνω του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν το χαμόγελο της ήταν για τη νίκη της ή για αυτόν. Έτσι ξεκίνησε ο έρωτας του για εκείνη.
Discussion about this post