Τον γέρο δεν τον παίρναμε σοβαρά. Θες τα δόντια του, που τα μισά έλειπαν; Το χαχανητό του που σου τρύπαγε τα αυτιά; Μάλλον το πιο παράξενο πάνω του ήταν το αλλοπρόσαλλο βλέμμα όταν μιλούσε για τη στοά. Αγοράζαμε κουλούρια, σαν εθισμένοι σε κάτι που δεν μας άρεσε.
Κάτι ξερακιανά κουλούρια, στραβοκαμωμένα σαν το πρόσωπο του. Όμως, πλησιάζαμε κάθε τόσο στην είσοδο της στοάς – εκεί ήταν το πόστο του και τα αγοράζαμε. Εκείνος χαχάνιζε, προέτασσε το λειψανόχερό του και με το άλλο σχημάτιζε χούφτα για να του δώσουμε τις λιγοστές δραχμές.
Πάντα μας έλεγε, ”μην μπείτε μέσα, είναι στραβά τα πράγματα’’ κι έδειχνε με το γύρισμα του κεφαλιού την στοά.Τα 200 μέτρα της, ένας σιδηρόδρομος από κλειστά μαγαζιά εδώ και χρόνια. Και πράγματι ελάχιστοι περνούσαν από εκεί.
Μία μυρωδιά βάραινε τον αέρα. Οι σπασμένες βιτρίνες με τις ξεχαρβαλωμένες ταμπέλες γεννούσαν θλίψη. Όλοι προτιμούσαν το παράλληλο δρομάκι και όχι αυτό το “σκοτεινό διακοσάρι της απελπισίας’’ όπως το έλεγε ο Τάκης, ο “λογοτέχνης” της παρέας.
Το χειρότερο όμως στη στοά ήταν ο προσανατολισμός της. Δεν ήταν ευθεία. Μετά από 50 περίπου μέτρα έκανε μια απότομη στροφή. Όταν έμπαινες λοιπόν, δεν έβλεπες το τελείωμα της και κάπως σαν να έχανες τον προσανατολισμό σου. Και από την άλλη μεριά, όπως είναι φυσικό, πάλι δεν φαινόταν το ξέφωτο του δρόμου.
“Είναι στραβά τα πράγματα. Όποιος μπαίνει, μπορεί και να μην βγει”, έλεγε ο γέρος και κριτσάνιζε ένα από τα κουλούρια.
“Τι σου ‘χει κάνει γέρο η στοά;”, τον ρώτησε ένα θλιβερό απόγευμα ο Δήμος, ο λογικός της παρέας. Μόλις είχαμε τελειώσει το φροντιστήριο και κοντοσταθήκαμε εκεί, όπως κάναμε κάθε φορά.
Ο γέρος δεν απάντησε, κοιτούσε ασυνήθιστα ήρεμος προς την στοά. Ήθελα να μαζέψω τους δυο μου φίλους και να φύγουμε. Αυτός ο γέρος με φρίκαρε. Εγώ ήμουν ο “άλαφροϊσκιωτος” της παρέας. Ο Τάκης και ο Δήμος με κορόιδευαν συνεχώς για τους φόβους μου, τις ανησυχίες μου για “όλα όσα δεν βλέπουμε και όμως υπάρχουν” όπως συνήθιζα να λέω: “Κώστα βρες καμιά γκόμενα και άσε τα φαντάσματα”.
‘”Δεν καταλαβαίνετε αλλά εγώ σας αγαπάω”, τους απαντούσα.
Τώρα, πέντε χρόνια μετά μου λείπουν και οι δύο…
“Τι σου χει κάνει γέρο η στοά;”, ρώτησε ξανά ο Δήμος με μία νευρικότητα ασυνήθιστη γι’ αυτόν. Ο γέρος στύλωσε τα μάτια πάνω του. “Σκάσε και άκου” του είπε με υπόκωφο τρόπο. Πρώτη φορά μας μιλούσε έτσι…
“Κυλάει, κυλάει και εκείνη έρχεται” είπε ο γέρος και ανασηκώθηκε. “Ήρθε ξανά η ώρα!”. Δρασκέλισε τη μικρή απόσταση και χάθηκε μέσα στη στοά. Ο Τάκης ανήσυχος είπε: “Τα ‘παιξε ο γέρος”. Ο Δήμος ξαναμμένος άρχισε να βαδίζει προς την είσοδο.
“Ρε μαλάκες που πάτε” φώναξα μιας και τον ακολούθησε και ο Τάκης. Έμεινα μόνος μου, εγώ, ο άθλιος πάγκος και η βουή της πόλης. Προχώρησα προς τα ‘κει, περισσότερο από φόβο παρά από λογική. Ανατρίχιασα. Τώρα πέντε χρόνια μετά μου λείπουν και οι δύο… Έπρεπε να τους είχα σταματήσει…
Είδα τον γέρο ξαπλωμένο σαν ένα άτυχο έμβρυο που έχει καταλάβει πως είναι ανεπιθύμητο. Έκλαιγε γοερά. Το μόνο που έλεγε ήταν “στους έφερα, στους έφερα”. Οι δύο μου φίλοι στέκονταν ακίνητοι κοντά σε έναν υπόνομο. Προσπάθησα να βαδίσω. Ένας πόνος στο μυαλό με εμπόδιζε. Τα μηνίγγια μου πήγαιναν να σπάσουν. Το μόνο που άκουγα ήταν το κελάρυσμα ενός ρυακιού.
“Είναι αδύνατο” είπα από μέσα μου, έτσι και αλλιώς δεν μπορούσα να μιλήσω. “Δεν υπάρχει ρυάκι εδώ μέσα”. Το νερό ακουγόταν όλο και πιο καθαρά να ρέει. Όλο και δυνάμωνε, σχεδόν μιλούσε. Κοίταξα τα πόδια μου. Είδα την αντανάκλασή μου σα να είχα μια λίμνη μπροστά μου.
Ο γέρος ανασηκώθηκε. “Κυλάει, κυλάει και εκείνη έρχεται” φώναξε με όλη του την δύναμη. “Είναι στραβά εδώ μέσα, σας το ‘πα, μα εσείς δεν ακούγατε…’’. Άρχισε να απομακρύνεται σέρνοντας την δυστυχία του. “Φεύγω τώρα. Εγώ ποτέ δεν την βλέπω. Αυτή είναι η συμφωνία. Συγχωρέστε με’’. Μία αύρα άρχισε να βγαίνει από τον υπόνομο. Σιγά στην αρχή, πιο έντονα αμέσως μετά.
Το κελάρυσμα πια ήταν τόσο δυνατό, που σε ξεκούφαινε. Ήμουν σε ύπνωση. Πώς βρέθηκε τόσο νερό εδώ; αναρωτήθηκα χωρίς να έχω καμία ελπίδα να απαντήσω στο ερώτημά μου. Το σώμα μου εδώ και πολλά λεπτά δεν υπάκουε στις εντολές μου. Μόνο άκουγα και έβλεπα. Έβλεπα την αύρα να παίζει με τους δυο μου φίλους. Ακίνητοι από τον φόβο ή από την ομίχλη;
Ποτέ δεν έμαθα. Για ένα δευτερόλεπτο την είδα. Μία μορφή τους αγκάλιασε και μετά ξανάγινε ομίχλη. Μετά από λίγο, ξανά το ίδιο. Με κάθε της εμφάνιση, τόσο λύγιζαν και οι δύο. Είμαι σίγουρος πως με είδε. Μα δεν ήρθε σε μένα. Νομίζω πως με κοίταξε για λίγο. Μετά άρχισε να χάνεται.
Οι φίλοι μου ήταν πεσμένοι. Τώρα πια δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε καν τα αυτοκίνητα. Προχώρησα προς το μέρος τους. Ήταν και οι δύο λιπόθυμοι. Έτρεξα προς την έξοδο. Μου φάνηκε πιο μεγάλη τώρα η διαδρομή. Ίσως και να έκανα δύο λεπτά μέχρι να βγω. Τα κατάφερα.
Ο γέρος είχε φύγει. Μία κυρία από ένα περίπτερο κάλεσε ασθενοφόρο. Με κοίταγε επίμονα. Σα να ήξερε. Την ρώτησα “Γιατί είναι στραβή η στοά;”
”Επειδή ακολουθεί την πορεία ενός ποταμιού. Το μπάζωσαν πριν πολλά πολλά χρόνια. Μην πηγαίνετε εκεί. Η φύση και τα πλάσματα της βογκούν’’
Ο Δήμος δεν ξαναμίλησε ποτέ. Τώρα γυρνώ από την κηδεία του. Αυτοκτόνησε στο ψυχιατρείο που ήταν κλεισμένος από τότε. Ο Τάκης δεν άντεξε τόσο. Ένα μήνα μετά την είσοδο, μας πέθανε στον ύπνο του από ανακοπή. Δεν κοιμόταν, δεν έπινε νερό, δεν έκανε μπάνιο και ούρλιαζε κάθε τόσο.
Τώρα, πέντε χρόνια μετά, μου λείπουν και οι δύο… Έπρεπε να τους είχα σταματήσει…
Μετά το θάνατο του γέρου, έχω πάρει εγώ την θέση του. Το πόστο του, αν με καταλαβαίνετε. Κι έχω πιο φρέσκα κουλούρια…
Σκίτσο: ‘Ελενα Νικολοπούλου