Δεν ήταν οι γνωστές τρεις αδελφές του Τσέχωφ. Αν και μεταγενέστερες, ήταν κατά πολύ μεγαλύτερές τους, γιατί τον καθένα πρέπει να τον μετράς σχετικά με τον δικό του χρόνο. Τις είδε στην Αθήνα, αλλά όχι εκείνη του Περικλή – και τον καθένα επίσης πρέπει να τον εξετάζεις μέσα στον δικό του τόπο.
Μόλις είχαν βγει από την μεγαλοπρεπή, γνωστή εκκλησία μιας μεσοαστικής συνοικίας της πόλης. Γύρω τους ο κόσμος, που είχε κι αυτός βγει, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή σε μια διαρκή ροή.
Ήταν μετρίου αναστήματος, ντυμένες ολόιδια, συντηρητικά, μ’ ένα άχρωμο, δίχρωμο ταγιέρ, αδύνατες -γύρω στα 55 ή λίγο νεότερες- σοβαρές, «στεγνές», θα έλεγε κανείς, άτολμες.
Ήταν «στοιχημένες» σε μια αόρατη ευθεία, ακόμα κι όταν φαινόταν ότι την ξεπερνούσαν, συντηρητικό εξάρτημα όλων αυτών που φόραγαν και της παλαιότητας, της αναδρομικότητας, που απέπνεαν.
Προσαρμόστηκε μέσα σ’ ένα λεπτό στην ιδέα ή μάλλον στην εικόνα τους αλλά όχι σ’ αυτό που πραγματικά αντιπροσώπευαν.
Ήταν τρεις ολόιδιες σταγόνες του χωροχρόνου, που μαραίνονταν σιγά-σιγά. Ίσως πάλι ήταν από τα νιάτα τους, κατά κάποιον τρόπο, μαραμένες.
Ως τότε, εκείνος δεν ήξερε, ότι υπάρχουν τρίδυμες που να μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους.
Γιατί άραγε ντύνονταν ίδια; Ήταν απαραίτητο να τονίζουν μ’ αυτό τον τρόπο το γεγονός της σκανδαλώδους, προκλητικής ομοιότητάς τους;
Μάλλον θα έμεναν κάπου κοντά στην εκκλησία, που ήταν σκαρφαλωμένη στον χαμηλό λόφο της μεγάλης εκείνης συνοικίας, σε μερικά έστω οικοδομικά τετράγωνα απόσταση. Ή ίσως έμεναν κάπως πιο μακριά.
Σίγουρα ανήκαν στο μόνιμο εκκλησίασμα του ναού. Κι αυτό το καταλάβαινες από την άνεση, την οικειότητα, που η τριπλή –ενιαία– αυτονομία τους απέπνεε σχετικά με τους γύρω τους.
Ή μήπως όχι;
Αν ήταν ξένες, ποιος από τους γύρω τους θα δεχόταν αυτή την εξόφθαλμη, σκανδαλώδη ανορθογραφία – τρία ολόιδια γράμματα σε μια μόνο λέξη, το ένα δίπλα στο άλλο, κι από κει σε μια φράση, σε μια περίοδο, και τέλος, σε ένα ολόκληρο νόημα, όπως αυτό που αντιπροσώπευε αυτό το σκορπισμένο, αλλά ακόμα όχι διαλυμένο πλήθος.
Ο κόσμος γύρω τους τις περιέβαλε – καθώς διαλυόταν με αργό ρυθμό – χωρίς να τις προσέχει αλλά και χωρίς να τις παραγκωνίζει οπτικά, πιθανώς λόγω της ομόδοξης συντηρητικότητάς του. Ο κόσμος δηλαδή φαινόταν προσαρμοσμένος σ’ αυτές και αυτές αντίστοιχα στους γύρω τους.
Εκείνος, που τυχαία μεν πέρασε από κει αλλά έμενε σ’ αυτή την περιοχή, τις έβλεπε για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά, επίσης, έτυχε να βρίσκεται σ’ αυτή την ιδιαίτερη – με την έννοια της ιδιόμορφης – έξοδο ενός συνόλου ανθρώπων, που απομακρυνόταν από ένα χώρο πίστης, ηθελημένης ψυχικής συγκέντρωσης και «αυξομειούμενης» κατάνυξης.
Θα μπορούσε να τις έχει δει κάπου αλλού; Πώς τόσα χρόνια κάτοικος αυτής της συνοικίας και αυτής ειδικά της περιοχής δεν τις είχε ξανασυναντήσει ποτέ; Αν πράγματι υπήρχαν αυτές οι τρεις ολόιδιες αδελφές – ποιος θα μπορούσε, βέβαια, να έχει αμφιβολία πως ήταν αδελφές; – έξω από τον συγκεκριμένο αυτό περίγυρο, αν δούλευαν κάπου, αν κυκλοφορούσαν στους δρόμους, στα κοντινά απ’ το σπίτι τους μαγαζιά ή, πάλι, αν ταξίδευαν, ή αν κάποτε – η μια ή και οι τρεις τους – χρειάστηκε να μπουν σ’ ένα νοσοκομείο, να πάνε, ας πούμε, να δουν μια παρέλαση ή – ακόμα δυσκολότερο – να παρελάσουν, ή να πάνε, τέλος, διακοπές, με δυο λόγια, αν κάτι απ’ όλα αυτά είχε γίνει, τότε πώς δεν είχαν γίνει θέμα σε μια εκπομπή της τηλεόρασης, θέμα ιατρικό, φιλοσοφικό ή αισθητικό;
Απ’ ό,τι ήξερε, ποτέ κανείς δεν είχε ασχοληθεί μ’ αυτές τις αδελφές.
Ο πρώτος που το έκανε ήταν αυτός.
Όσο για εκείνες, δεν φαινόταν να έχουν προσέξει την ύπαρξή του.
Μήπως, ωστόσο, ήταν προϊόν μιας συγκεκριμένης συγκυρίας;
Έξω απ’ αυτή τη συγκυρία;
Υπήρχαν;
Πώς ζούσαν;
Τι συζητούσαν μεταξύ τους; Και με ποια σειρά μιλούσαν;
Πού ήταν η μητέρα τους; Είχαν τα ίδια γούστα; Ο πατέρας τους; Ζούσαν οι γονείς τους ή μήπως, όντας τρεις, δεν είχαν πια ανάγκη τους γονείς τους;
Ο πατέρας τους ήταν αυστηρός; Αυτός έφταιγε που έγιναν έτσι μονόχνωτες και επικεντρωμένες στον εαυτό τους (ή στους εαυτούς τους); Ή μήπως έφταιγε απλώς το γεγονός ότι ήταν ολόιδιες – ένα, δηλαδή, γεγονός επί τρία ή, αν θέλετε, τρία ίδια γεγονότα – που ήταν έτσι συντηρητικές;
Τώρα που τις έφερνε, μετά από χρόνια, στη μνήμη του, ήταν, σκέφτεται, σαν γριές μιας άλλης εποχής, σαν φαντάσματα, προορισμένα, στην πολλαπλότητά τους, να τρομάζουν ίσως κάποιους.
Στο σπίτι που έμεναν, είχε η κάθε μια το δικό της δωμάτιο; Και ήταν τα τρία, ας υποθέσουμε, δωμάτια ίδια; Ή έμεναν σ’ ένα δωμάτιο; Κοιμόντουσαν, άραγε, σε τρία κρεβάτια ή σε τριπλό κρεβάτι;
Τραγουδούσαν μαζί; Και αν ναι, κάναν τρεις διαφορετικές φωνές;
Προφανώς όχι.
Σκέφτηκε: Αξίζουν αυτά τα ερωτήματα;
Τις θυμάται, λες κι είναι τώρα. Ασήμαντες, ανέραστες, μια επανάληψη επί τρία ενός τυπικού θεοσεβούς χριστιανού.
Αλλά από πού κι ώς πού ασήμαντες; Τα κριτήρια είναι υποκειμενικά.
Εδώ υπήρχε κάτι το αντικειμενικό. Ήταν τρεις. Και τρίδυμες. Και ολόιδιες. Άρα ήταν επαναστάτριες. Και δεν έγιναν τέτοιες. Γεννήθηκαν. Ήταν από γεννησιμιού τους – χωρίς να το ξέρουν – φορείς μιας άλλης αντίληψης για την ύπαρξη.
Ήθελε, όλ’ αυτά τα χρόνια που ακολούθησαν την συνάντησή τους, να ψάξει να τις βρει, να μάθει περισσότερα γι’ αυτές.
Δεν βρήκε το χρόνο. Ή τη διάθεση. Ίσως και κείνες να μην ήθελαν να τις αναζητήσει. Το να μην έχεις τη διάθεση να σε πλησιάσει ένας άλλος επηρεάζει ασυναίσθητα και τη διάθεση αυτού του άλλου.
Ζουν ακόμα;
Και γιατί να μη ζουν;
Τα ερωτήματα ξαναέρχονταν.
Μαζί με τα παλιά και νέα.
Δεν είναι μόνο το πώς τρώνε – γιατί ασφαλώς τρώνε, αφού δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του – πώς κοιμούνται, αν κάνουν μπάνιο μαζί, αν χρησιμοποιούν ξεχωριστές τουαλέτες ή μια τουαλέτα με τρεις ίδιες λεκάνες (γιατί όμως άραγε; οι τρίδυμες δεν είναι και σιαμαίες) και, ένα εντελώς γελοίο ερώτημα, αν τραβάνε το καζανάκι την ίδια ακριβώς στιγμή.
Υπήρχαν και άλλα ερωτήματα.
Αν η μια τους θέλει να παντρευτεί, θα μείνουν οι άλλες, ας πούμε, δίδυμες;
Αν οι δύο θέλουν να παντρευτούν, τί θα γίνει -τι θα είναι- η τρίτη;
Είχαν και οι τρεις την ίδια ομάδα αίματος ή η κάθε μια – ή οι δυο από την τρίτη – είχε διαφορετική;
Ήταν ένας άνθρωπος σε τρεις ίδιες εκδοχές;
Ή ήταν τρεις άνθρωποι σε μια εκδοχή;
Ή τρεις άνθρωποι σε τρεις ουσιαστικά διαφορετικές εκδοχές;
Σκίτσα: Ζαχαρίας Ψαράκης
Discussion about this post