Μια κουβέντα στη μπάρα ενός αγαπημένου καφέ στο κέντρο με μια φίλη από αυτές που δε χορταίνεις να ακούς να μιλούν ήταν η αφορμή για να γραφτεί αυτό το κείμενο.
Μου είπε ότι μια κοινή μας γνωστή μυρίζει μούχλα, διάβασμα και κρασί. Μετά τη μύρισα και της είπα ότι μυρίζει μωρό. Κι αυτή εμένα και είπε ότι…
Ο Σαίξπηρ είχε γράψει ότι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από το υλικό των ονείρων, άρα, μου είπε η φίλη μου, μυρίζουν και όπως τα όνειρα. Τα δικά τους όνειρα.
Κατά την άποψή μου, μέχρι και αυτή την κουβέντα, οι άνθρωποι μυρίζουν όπως τα σπίτια τους. Όμως, μόλις η φίλη μου άρχισε να μου αναφέρει κι άλλα παραδείγματα, τόσο άρχιζα να καταλαβαίνω αυτά που μου έλεγε. Σκέφτηκα λαιμούς φίλων, αγαπημένων προσώπων και αίσθηση μυρωδιάς που μου έχουν αφήσει συναντήσεις με άτομα.
Μυρωδιές ξινές, πικρές, μυρωδιές καλοσύνης και πονηριάς-μυρωδιές που ελάχιστη σχέση έχουν με το πόσο καθαρό είναι ένα σώμα. Είναι άνθρωποι που μυρίζουν ταλαιπωρία, αξιοπρέπεια, τέχνη, είναι άνθρωποι που αναδίδουν αρώματα σαν αυτά που βρίσκονται σε συγκεκριμένους χώρους όπως νοσοκομεία με παγωμένους διαδρόμους και πλαστικά καθίσματα, όπως θέατρα με βελούδινα καθίσματα ή ζαχαροπλαστεία με αχνιστά κουλούρια στις προθήκες.
Πόσο μπορούμε όμως, πια, να μυρίζουμε στ’ αλήθεια ο ένας τον άλλον τόσο που έχουμε απομακρυνθεί; Ακόμα και με τις ίδιες μας τις οικογένειες, κάποιοι από εμάς. Με τους καλούς μας φίλους. Διάφοροι παράγοντες μας κρατούν χώρια και από μακριά, έτσι οι μυρωδιές δεν εντυπώνονται στη μνήμη μας και δεν συνδέουμε εύκολα ένα πρόσωπο που αγαπάμε με μια μυρωδιά.
Ίσως, αν αρχίσουμε να το παρατηρούμε, βρούμε έναν ακόμα λόγο να είμαστε συνδεδεμένοι με το πρόσωπο αυτό-ή, καλύτερα, ανακαλύψουμε γιατί είμαστε συνδεδεμένοι μαζί του.
«Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά», έγραψε η Κατερίνα Γώγου. Οι δικοί μου φίλοι είναι φρούτα ανώριμα, ξινά και κρέμονται σφιχτά καθένας από το δέντρο του.
Μοσχοβολάνε.