Ένα παραστασιακό γεγονός εμπνευσμένο από ένα κείμενο γραμμένο εκατόν είκοσι χρόνια πριν δεν είναι βέβαια κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Στις μεταβατικές εποχές οι άνθρωποι στρέφονται (από αντίδραση) στις υλικές απολαύσεις και στα βασικά ένστικτα προκειμένου να ξορκίσουν τον φόβο του θανάτου.
Η φράση-κλειδί που ξεκλειδώνει αυτή τη σκηνοθεσία είναι η προτροπή της πόρνης προς τον στρατιώτη που βιάζεται να γυρίσει στην υπηρεσία του: «πάμε, γιατί αύριο μπορεί να έχουμε πεθάνει».
Πάνω σ’ αυτό είναι χτισμένο όλο το έργο το θεατρικό. Παιχνίδια εξουσίας, εναλλαγή ρόλων, μεταμορφώσεις που αν και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «πρωτεϊκές» εν τούτοις αποκωδικοποιούν πλήρως το ερωτικό παιχνίδι, ίδιο κι απαράλλαχτο μέσα στους αιώνες, αφού το ανθρώπινο είδος δεν έχει εξελιχθεί – αλλάζει απλώς κοστούμια, περούκες κι εξαρτήματα.
Τα φετίχ βεβαίως διαφοροποιούνται ανεπαίσθητα και τα ταμπού ενίοτε πέφτουν… όμως μόνον προσωρινώς και μέχρι να ξαναστηθούν γρήγορα σε πλήρη δόξα από τους λάτρεις της ευταξίας, εκείνους που – αντίθετα από τα πάσης φύσεως παραδοξόνια – σιχαίνονται την κάθε χαοτική εκδήλωση και προσπαθούν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, ενώ η φύση έξω οργιάζει.
Αυτό σημαίνει η ηχογραφημένη υποδήλωση του τριζονιού (ή μήπως γρύλλου; – ποιος ξέρει τη διαφορά; Ποιος την θυμάται; Ποιος την διδάσκεται ακόμα και σε ποιο σχολείο;). Αστικό θέατρο, ασφυκτικό, με κλειστούς και τους πέντε τοίχους. Σα να οφθαλμοπορνεύεις από την κλειδαρότρυπα σε ρόλο παιδιού προ-εφηβικής ηλικίας που θα ήθελε να μυηθεί στα παιχνίδια των μεγάλων.
Αυτή η παιδικότητα είναι που διασώζει και τους ηθοποιούς και το θεατρικό διακύβευμα, αφού το «παίγνιον» με την μαθηματική-φιλοσοφική του έννοια βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο κι όχι οι ανιαρές, τυποποιημένες, στυλιζαρισμένες (αν κι ευφάνταστες) περιπτύξεις…
Η φράση-κλειδί που ξεκλειδώνει αυτή τη σκηνοθεσία είναι η προτροπή της πόρνης προς τον στρατιώτη που βιάζεται να γυρίσει στην υπηρεσία του: «πάμε, γιατί αύριο μπορεί να έχουμε πεθάνει».
Εν ολίγοις, μια εκπληκτική παράσταση-άθλος με δύο ταχυδακτυλουργούς ηθοποιούς που χειρίζονται τα αντικείμενα και το σώμα του άλλου με μια απροσχημάτιστη διάθεση δημιουργίας ψευδαίσθησης την οποία εκείνοι δεν πιστεύουν αλλά υπηρετούν με παρρησία.
Τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο χρησμός;
Όχι, δεν είμαι η Πυθία, όμως ξέρω να βλέπω κάτω από το σκηνικό δρόμο τα υλικά και τα μέρη που το απαρτίζουν. Δεδομένης αυτής λοιπόν της έμπειρης επάρκειας, διαγιγνώσκω μια κάποια ερμηνευτική ασάφεια, που κάτω από το επαγγελματικό λούστρο κραυγάζει για την σκοπιμότητα αυτής της επιδεικτικής ωμότητας. Ναι, λειτουργεί αντικαταθλιπτικά κι ομοιοπαθητικά το εν λόγω θέαμα. Για εκείνους όμως που δεν θυμούνται ακριβώς πώς γίνεται το σεξ. Οι άλλοι απλώς βαριούνται και γελούν με τις έξυπνες ατάκες και τα καμώματα των υποκριτών.
Η διαφορά του θεατρίνου από τον ηθοποιό και του καμποτίνου από τον τραγικό κλόουν είναι η ύπαρξη (ή η ανυπαρξία) εκείνου του ποιητικού βάθους που μας αναγκάζει να κάνουμε όλ’ αυτά που φιλοτεχνούμε.
Κι «ο ευρών αμειφθήσεται»!
Τελικά, ήταν καλή ή κακή αυτή η κριτική; Ε, μην σας τα δίνω κι όλα με το κουτάλι στο στόμα. Μασημένη τροφή αηδιάζει τους πεπειραμένους… Γενικώς ομιλώντας, βεβαίως.
Σας συνιστώ να μην το χάσετε. Αλλά μπορείτε να πράξετε και το αντίθετο χωρίς να αφήσετε κάποιο κενό στην πληροφόρηση για το σεξ. Ελεύθερη επιλογή.
Η διαφορά του θεατρίνου από τον ηθοποιό και του καμποτίνου από τον τραγικό κλόουν είναι η ύπαρξη (ή η ανυπαρξία) εκείνου του ποιητικού βάθους που μας αναγκάζει να κάνουμε όλ’ αυτά που φιλοτεχνούμε.
Σε μια κοινωνία όπου όλοι τα έχουν δει και τα έχουν κάνει (;) όλα μια απλή υπενθύμισις λειτουργεί – επιεικώς – σαν το αναμνηστικό εμβόλιο του τετάνου.
Με κέφι κι εμβρίθεια,
Δρ. Κωνσταντίνος Β. Μπούρας
Πληροφορίες για την παράσταση θα βρείτε εδώ
Διαρκεια : 90 ‘
Σκηνοθ.:Αλ. Δανέζη-Knutsen
Ερμηνεύουν: Θ. Τζήμου, Γ. Χρανιώτης. Σκην.-κοστ.: Π. Μέξης. Μουσ.: Μπ. Ρέινινγκερ. Κίν.: Θ. Ακκοκαλίδης.