Θέμα Χρόνου
– Ο χρόνος, αυτός ο ψεύτης. Ο γελοίος, ο τιποτένιος, ο ξευτίλας. Ο τελειωμένος κι ο ατελείωτος, ο μοναδικά σπαταλημένος, ο άχρηστος, ο περιττός. Ο παραμυθάς, ο απατεώνας, ο προδότης. Ο ανεπίτρεπτος κι ο απαγορευμένος. Ο κανίβαλος και ο ανθρωποφάγος. Το απόλυτο σίχαμα και το μαρτύριο. Η τιμωρία και η εκδίκηση…
Τα έλεγε μέσα του τα μισά κι απ’ έξω τα άλλα μισά. Αν τον άκουγε κανείς θα τον περνούσε για σαλεμένο. Είχε βγει έξω στο παγωμένο μπαλκόνι ενός Σαββατόβραδου που έμπαινε από παντού μέσα στο δωμάτιο. Κοιτούσε κάτω τα άδεια πεζοδρόμια από τον έκτο όροφο. Περίμενε και αυτό τον τσάκιζε. Όλη μέρα περίμενε και σιχαινόταν τον εαυτό του που περίμενε. Που ήταν σε αυτή την θέση: να πρέπει να περιμένει.
Εμένα ούτε που με αισθανότανε δίπλα του. Στοιχειώνω τούτο το δωμάτιο από το 1910, έξι χρόνια μετά από το χτίσιμο αυτού του ξενοδοχείου στο κέντρο. Έπεσα από τον έκτο ένα βράδυ, πάλι Σάββατο, ήτανε σαν σήμερα. Μόλις έσπασα το κεφάλι μου στο πεζοδρόμιο, ένοιωσα την ψυχή μου να ανεβαίνει γρήγορα και να τρυπώνει από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα στην ντουλάπα. Πάνω από αιώνα φωλιάζω εδώ, κι έχω δει κι έχω δει ενοίκους.
Το ξενοδοχείο εγκαταλείφθηκε στον Πόλεμο. Ξανάρχισε να λειτουργεί το ’60 και τώρα με την επιδημία έχει περάσει την δεύτερη εποχή που η δόξα του έχει αρχίσει να κλονίζεται. Σπάνια ενοχλώ τους ενοίκους. Ή μάλλον το έκανα τα πρώτα χρόνια. Η δεκαετία που το δωμάτιο δεν το επισκέφτηκε κανείς μόνο ερημοπούλια στα παράθυρα και σκιές από τους κάτω ορόφους ήτανε αβάσταχτη για μένα. Και το πήρα απόφαση. “Θα κάτσεις στ’ αυγά σου” είπα όταν ανακαινίστηκε. Και το τήρησα.
Γρήγορα κατάλαβα πως αυτός ο νεαρός ήταν ένας ποιητής. Σκάρωνε στιχάκια τις νύχτες και τα έλεγε τραγουδιστά. Μπροστά στον καθρέφτη. Επίσης ήταν αλκοολικός. Και τέλος ήταν έκφυλος. Εκπορνευόταν σε κάτι υπέρβαρα υποκείμενα με λεφτά και έτσι την έβγαζε στην ζωή του. Και για τα τρία αυτά προτερήματα τον ερωτεύτηκα. Έβλεπα τον εαυτό μου πριν από 100 και βάλε χρόνια. Σκέφτηκα πως δεν θα ήταν δύσκολο να τον “επηρεάσω” και δεν είχα και πολλούς λόγους να κρατηθώ. Είχα τηρήσει τόσα χρόνια τον λόγο μου και δεν ενοχλούσα τους ενοίκους. Μόνο καμιά φορά τους άλλαζα θέση στα παπούτσια τους, τους ξεσκέπαζα ενώ κοιμόντουσαν και άνοιγα τα παράθυρα σε παγωμένες νύχτες να τους πουντιάσω. Ψιλοπράγματα.
Εδώ δεν άντεχα. Ήθελα να χωθώ μέσα στη ζωή του. Και να τον σπρώξω στον θάνατο. Να τον φέρω κοντά μου. Με όσα ρίσκα μπορεί να κουβαλούσε μια τέτοια επιλογή. Την δεύτερη και την τρίτη νύχτα άρχισα να μπαίνω στα όνειρά του και αυτό τον έφερνε όλο και πιο κοντά μου. Πεταγόταν μέσα στην νύχτα ιδρωμένος και άναβε τσιγάρο. Η επιδημία που χτύπησε τον σύγχρονο κόσμο, τον είχε καθηλώσει στην πόλη σε καραντίνα μέσα στο δωμάτιο. Περίμενε έναν εραστή που δεν ήρθε ποτέ; Χρειαζόταν λεφτά και από πουθενά δεν φαινότανε φως; Πνιγότανε από τις ενοχές και την αβεβαιότητα; Όλα αυτά ευνοούσαν την παρόρμηση θανάτου που ήθελα να ενισχύσω, μέσα του.
Μετά από 20 μέρες εγκλεισμού το κατάφερα. Το απόγευμα του Σαββάτου που θα ξημέρωνε την Έκλειψη Ηλίου στις 6 το πρωί. Ιδανική ώρα για να βουτήξει κανείς στο κενό και να πεθάνει. Τρύπωσα στο όνειρό του. Τον μάτωσα. Τον ξύπνησα ματωμένο. Τον έφερα στο πρωινό παράθυρο. Απελπισμένο. Να ξυπνάς κλαίγοντας. Με στερητικό. Και μόνος. Να ξυπνάς σαν μην έχεις κοιμηθεί.
Να ξυπνάς σε έναν κόσμο αδειανό από αγάπη που κανείς δεν νοιάζεται για κανέναν. Να ξυπνάς κι όλοι όσοι αγάπησες να σε έχουν αφήσει. Να ξυπνάς χρεωμένος. Να ξυπνάς αδικαίωτος. Να ξυπνάς και να θες να πεθάνεις. Άρχισε να μονολογεί. Δεν κατάλαβα με ποιον τα είχε βάλει. Τι με ένοιαζε; Όποιον κι αν έβριζε σε λίγο θα είχε εκπαραθυρωθεί από το ίδιο παράθυρο που έφυγα εγώ στα κράσπεδα πριν 110 χρόνια. Ήταν θέμα χρόνου.
Δεν έγινε όμως έτσι. Πάντα βρίσκεται κάποιος πάνω από εσένα να σου χαλάσει τα σχέδια. Χρωστούσε 15 νοίκια στο ξενοδοχείο. Πελατεία λόγω καραντίνας δεν είχε. Είχε να φάει τρεις μέρες. Έπινε μόνο λίγο ουίσκι και τελείωνε κι αυτό. Και κάτι λίγα τσιγάρα, μονόφυλλα. Ο αναπτήρας του έβγαζε ακόμη φλόγα. Πήρε το αντισηπτικό από το μπάνιο. Καθαρό οινόπνευμα. Το έχυσε στο κρεβάτι και τις κουρτίνες κι έβαλε με το τσακμάκι του φωτιά. Λαμπάδιασε το δωμάτιο στο λεπτό. Έκλεισε τα παράθυρα. Να μην μπορώ να βγω. Τον άτιμο. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες με ένα σάκο.
– ΒΟΗΘΕΙΑ, φώναζε.
“Βοήθεια το δωμάτιο πήρε φωτιά, θα καούμε.”
Ξενοδόχοι και καμαριέρες τρέχανε από τις σκάλες. Ανέβαιναν ενώ εκείνος κατέβαινε. Μέχρι να φτάσει η πυροσβεστική είχε βγει στον δρόμο. Δεν τον ενόχλησε κανείς. Και χωρίς να πληρώσει τα χρωστούμενα.
Ελευθερώθηκε. Στο δρόμο ένα αμάξι στάθηκε.
– Πόσα;
– Τόσα!
Μπήκε μέσα.
Εγώ κοίταζα από το παράθυρο, είχα εγκλωβιστεί.
Και κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει ένα φάντασμα που καίγεται.
Στο κάτω – κάτω της γραφής σκέφτηκα ενώ καιγόμουν: Όλα κάποτε τελειώνουν. Και ο έρωτας. Ο πιο μεγάλος, ο πιο οριστικός.
Είναι θέμα χρόνου.