Άκουσε το τρίτο καμπανάκι. Βγήκε στην σκηνή με τρεις κοφτές ανάσες όπως του είχαν πει από την σχολή. Απέναντί του η συμπρωταγωνίστρια του τον κοίταγε αναμαλλιασμένη.
Ήρθες; (αυτός)
Γιατί έφυγα; (αυτή)
Ήρθες; (αυτός)
Άι καλά! Την παλεύεις; (αυτή)
Δεν παλεύω τον μικροαστισμό σου! Την χαμένη σου γοητεία. Τους κιρσούς στα πόδια σου. (αυτός)
Εκείνη έμεινε αποσβολωμένη… Αυτός ενθουσιάστηκε με το πόσο καλά υποδυόταν την σύζυγο η συνάδελφός του. Έβαλε τα δυνατά του να την ξεπεράσει σε λυρισμό και ηθοποιία.
Ήρθες; Έσυρες την μιζέρια σου μέχρις εδώ, ανάκατη με τον φόβο που σου γλύφει την πλάτη; (αυτός)
Εκείνη σηκώθηκε απειλητικά
Βρε άι στο διάολο από δω, παλιομαλάκα! (αυτή)
Ήρθες… γιατί ήρθες; (αυτός)
Να πα να γαμηθείς και εσύ και τα κεφτεδάκια που παραγγέλνεις κάθε Πέμπτη στην μάνα σου και μας τα ‘χει ζαλίσει! Και μην νομίζεις ρε παλιομαλάκα πως δεν ξέρω για τα σούρτα φέρτα με την ξανθιά στο καφέ! (αυτή)
Εκείνος μούδιασε. Με την άκρη του ματιού έψαξε να βρει θεατές, καθίσματα και σκηνή. Τίποτα. Το σαλόνι του, αυτό το καφέ απαράδεκτο σαλόνι του έκλεινε το μάτι. Η γυναίκα του έκλαιγε από τα νεύρα της και δάγκωνε με μανία τα δάχτυλά της.
Αγάπη μου συγνώμη, νόμιζα πως έπαιζα στο θέατρο. Δεν εννοούσα τίποτα από αυτά που είπα… (αυτός)
Αύριο είναι η πρεμιέρα σου ρε παλιομαλάκα, ηλίθιε, κρετίνε! (αυτή)
Εσύ τα εννοούσες; (αυτός)
Για την ξανθιά; (αυτή)
Όχι για τα κεφτεδάκια και την μάνα μου. (αυτός)
Ναι! (αυτή)
Ο καφέ καναπές είχε γίνει πια κόκκινος. Ανεβοκατέβαζε το κηροπήγιο πάνω στο κεφάλι της. Χειροκροτήματα από παντού! Το κοινό αναγνώριζε επιτέλους την απαράμιλλη τέχνη του όταν έπαιζε θέατρο.
Το ζούσε!
Discussion about this post