Ανακάλυψα με πολύ τρυφερό τρόπο χθες τη νύχτα ότι η Φρίντα Κάλο ζει κάπου στην Αχαρνών διασπασμένη στα χίλια δύο μάτια των γυναικών που πλένουν φανέλες στα ημιυπόγεια και μες στους σκονισμένους καθρέφτες των αιωνίως παρκαρισμένων αυτοκινήτων στα παρακείμενα στενά.
Γιατί η Φρίντα Κάλο δεν είναι τύπωμα στην πάνινη τσάντα των Tiger, ούτε cover pic στο facebook. Όσο ζούσε στο Μεξικό ήταν η κόρη του γιατρού, η ερωτευμένη με τον Diego, η παθιασμένη ζωγράφος, η αιρετική, η επαναστάτρια.
Μόλις πέθανε έγινε σύμβολο. Οι πίνακές της αναγνωρίζονται από χιλιόμετρα. Η φάτσα της, όμως, λατρεύτηκε. Πάνω στα σμιχτά της φρύδια ξαπλώσανε κρυφοί πόθοι, απόπειρες μίμησης και αντιγραφής, εμπνεύσεις για έναν κόσμο πράσινο, ερωτικό.
Ανακάλυψα με πολύ άγριο τρόπο χθες τη νύχτα ότι η Φρίντα Κάλο ζει κάπου στην Αχαρνών και ψωνίζει από τους πάγκους των μίνι μάρκετ τσάι, τσιγάρα και μπισκότα με κρυσταλλική ζάχαρη, περπατά πάνω κάτω φορτωμένη σακούλες και πράγματα, σέρνοντας τα πλουμιστά της φορέματα. Χώνεται ύστερα στο μικρό της διαμέρισμα και κάθεται πίσω από το παράθυρο που βλέπει στον φωταγωγό. Έχει θέα ένα άλλο παράθυρο πίσω από το οποίο μια Ελληνίδα γριά μαγειρεύει γίγαντες γιαχνί.
Η Φρίντα πεινάει πολύ. Μα περισσότερο θρέφει τους πεινασμένους. Κι όταν την ρωτούν «μα, γιατί διάλεξες να μείνεις σε αυτήν την γειτονιά;» αυτή απαντά «η γειτονιά διαλέγει, όχι ο κάτοικος». Κι όταν την ξαναρωτούν «μα, δεν είναι κάπως επικίνδυνα;», αυτή απαντά «δεν φοβάμαι την γειτονιά, εσένα που ρωτάς τόσα πολλά φοβάμαι».
Νωρίς το πρωί, φοράει τα γυαλιά ηλίου της κι αλλάζει ονόματα. Η Φατμέ, η Ζερκίν, η Αλίντα, η Στέλα με ένα λάμδα, η Γεωργία με ονοματεπώνυμο και με καβάντζα. Ανακάλυψα με πολύ όμορφο τρόπο χθες τη νύχτα ότι η Φρίντα Κάλο είναι βγαλμένη από κάποιο ποίημα γραμμένο σε γλώσσα άγνωστη. Και προφέρεται, περιφέρεται, αναφέρεται, συμπεριφέρεται ποιητικά, απολύτως ποιητικά.
Η λεωφόρος Αχαρνών βογγά και σαλπίζει όλη μέρα, βαραίνει από τους τροχούς και τους τρελούς της.
Μεσημεράκι αργά, η Φρίντα Κάλο αρχίζει να ίπταται και να καταργεί την Αχαρνών κι από σημείο αναφοράς μιας πόλης αρχίζει να την καθιστά την λεωφόρο σημείο αναφοράς της ίδιας της πραγματικότητας. Κάπου, σε ένα μπαλκόνι, δυο ερωτευμένοι νέοι που μετακόμισαν πρόσφατα ανάβουν συγχρόνως τσιγάρο και αγκαλιάζονται. Η θέα τους περιορισμένη, το χνώτο τους ζεστό μες στον ατελείωτο, μεξικάνικο χειμώνα της Αθήνας.