Του φάνηκε πως τίποτα πια δεν έχει σημασία. «Αύριο τέτοια ώρα δε θα υπάρχω» σκέφτηκε. Έτσι απλά. Δε στεναχωρήθηκε, δε φοβήθηκε, δεν ένιωσε τρόμο. Έβλεπε από το παράθυρο το δειλινό να σβήνει αργά, πορτοκαλί, μελαγχολικό, από κείνα που κάνουν τους νέους να θλίβονται επειδή δε ζουν τη ζωή που θέλουν, επειδή οτιδήποτε πραγματικά συναρπαστικό θα βρίσκεται διαρκώς μπροστά.
«Τίποτα δεν έχει σημασία. Πεθαίνουν διαρκώς άνθρωποι, κάθε μέρα. Μικρότεροι από μένα. Άνθρωποι που τουλάχιστον δεν έχουν αφαιρέσει μια άλλη ανθρώπινη ζωή».
Παρατήρησε τον φύλακα που βρισκόταν στο τέρμα του προαυλίου. Οι άλλοι τον είχαν αφήσει μονάχο μπροστά απ` τη δεύτερη είσοδο κι έμοιαζε να στέκεται εκεί αφύσικα αφηρημένος. Σίγουρα θα συμμετείχε προηγουμένως σε συζητήσεις που αφορούσαν στο πρόσωπό του. Θέμα: πως είναι να γνωρίζει κανείς πως απόψε είναι η τελευταία βραδιά της ζωής του.
Κάποιοι θα τόνισαν πως έχει αφαιρέσει κι ο ίδιος τη ζωή ενός άλλου. Μπορούσε να φανταστεί τα λόγια τους… «Πως είναι ρε φίλε να ξέρεις πως πάει, τέλειωσε! Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα!», τέτοια λόγια. Σίγουρα θα ακούστηκε η φράση «ζήτημα χρόνου». Ή «θέμα ωρών». Θα ήθελε να μπορούσε να ρωτήσει τι ακριβώς ειπώθηκε.
Όλοι θα πίστευαν πως ξεχειλίζει από τρόμο ˙ όμως δεν αισθανόταν πια έτσι. Αυτή η πελώρια τρικυμία είχε κοπάσει από χτες το μεσημέρι. Μάλιστα εψές κοιμήθηκε καλά. Τρεισήμισι μόνο ώρες αλλά καλά. Και χωρίς φαρμακευτική αγωγή, αυτή την είχε διακόψει εδώ και λίγες βδομάδες.
Έκλεισε τα μάτια κι άνοιξε το στόμα να φωνάξει το φύλακα, θυμόταν τ` όνομά του. Ένα ψηλό, μελαχρινό παλικάρι με κάπως ασχημούτσικο πρόσωπο. Συμπαθητικά, μεγάλα μάτια, γεμάτα επαρχιώτικη ειλικρίνεια. Ένας τύπος με τον οποίο άνετα θα έπινες μια μπύρα, ας μην τον ξέρεις καλά. Όμως δε βγήκε φωνή.
Αποσύρθηκε. Στο κρεβάτι του ξαπλωμένος θέλησε να αυνανιστεί. Άνοιξε την τηλεόραση και μετά από ολιγόλεπτο ζάπινγκ άφησε έναν πάστορα που μιλούσε για τα χαρίσματα των ανθρώπων. Αυτομάτως έχασε κάθε όρεξη.
Ο πάστορας άνοιξε στην τύχη τη Βίβλο και βρέθηκε όλος ικανοποίηση μπρος στην τελική κρίση.
Χαμογέλασε. «Τι σύμπτωση!»
Κάτι τέτοιοι τύποι κατορθώνουν το ακατόρθωτο : να σου αυξήσουν ταυτόχρονα την ελπίδα και την απελπισία, λες κι είναι τα μεγέθη αυτά ανάλογα. Ναι, ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος και δεν εγκαταλείπει κανέναν, ο Θεός μπορεί τα πάντα. Πονάμε και πεθαίνουμε όπως κι ο Κύριος μας. Οι Άγιοι δε ζητάνε απαλλαγή αλλά υπομονή, κυρίως αυτό. Δηλαδή;
Πάτησε το mute κι έμεινε να κοιτά την εικόνα. Σκέφτηκε να προσευχηθεί ˙ μικρός πίστευε στη δύναμη της προσευχής. Ανασηκώθηκε κι ένωσε τα χέρια, σχημάτισε σιγανά τις πρώτες λέξεις. Μια σύντομη περίληψη της ζωής του με δικαιολογίες και συγνώμες για το κάθε τι. Μετά μια μεγάλη συγνώμη για το Περιστατικό που τον είχε οδηγήσει εδώ και στο τέλος «Ας γίνει το θέλημά σου». Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια είχε πια σκοτεινιάσει. Τα ξανάκλεισε και κοιμήθηκε ήρεμα για πέντε ολόκληρα λεπτά. Αποκοιμήθηκε με την ψευδαίσθηση πως είναι ασφαλής, πάει, δικαιώθηκε, ήταν απλό τελικά. Ύστερα από πέντε λεπτά όμως ξύπνησε έντρομος και άρχισε να φωνάζει ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Γιατί μετά από μερικές κραυγές κι αφού κάθισε πάλι ήρεμος δεν είδε κανέναν να έρχεται στο κελί του. Αναρωτήθηκε μήπως το φαντάστηκε ˙ αν ούρλιαζε στ` αλήθεια τότε κάποιος θα είχε σπεύσει. Τι θα μπορούσε όμως κι εκείνος να κάνει; Ίσως κάποια ένεση, κάτι.
Ήταν τώρα περικυκλωμένος απ` το σκοτάδι. Στοχάστηκε την ηρεμία των τελευταίων ωρών, αυτή την παραπλανητική ηρεμία που είχε πείσει και τον ίδιο πως έχει αποδεχτεί τη μοίρα του. Είχαν αποκοιμηθεί πολλά πράγματα μέσα του ˙ όμως ένα θηρίο είχε μείνει ζωντανό. Αυτή τη στιγμή θα έκανε τα πάντα για να ζήσει. Αν χρειαζόταν θα ξανασκότωνε. Πολλούς ανθρώπους. Χωριά ολόκληρα. Παιδιά. Κι όμως δεν υπήρξε κακός άνθρωπος. Χρειάστηκε να περάσουν 42 ολόκληρα χρόνια για να βλάψει κάποιον.
Έφτασε στ` αυτιά του ο απόηχος ενός τραγουδιού που έσβησε γρήγορα. Ξανακούστηκε μετά από λίγο από κάπου πιο μακριά. Καμιά φορά πιτσιρικάδες την έστηναν έξω από τις φυλακές τη νύχτα πριν από μια εκτέλεση. Έμεναν κάμποση ώρα μέσα στο αυτοκίνητο πίνοντας αλκοόλ κι ακούγοντας μουσική.
Μια άσπλαχνη τελετή ενηλικίωσης μόνο γι` αγόρια. Ανέκδοτα σε βάρος του μελλοθάνατου.
Ένιωσε ταπεινωμένος κι αυτό τον έκανε να ξεχάσει το τέλος του. Ανέπνεε μόνος εναντίον του κόσμου ολόκληρου. Αυτός, ένας άνθρωπος κακός που ξεκοίλιασε έναν άλλον. Όχι κάποιον που μισούσε ούτε κάποιο απόβρασμα αλλά τώρα όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία. Ήταν ανήμπορος, ο τελευταίος μιας σειράς στρατιωτών που θα έπεφτε για να αισθανθούν όλοι οι άλλοι ευλογημένοι. Η μουσική ξανακούστηκε μια τελευταία γρήγορη φορά, σαν υπενθύμιση. Ένα ξεσηκωτικό pop τραγούδι. Μια παλιότερη επιτυχία σε εκτέλεση σημερινή, κάτι που μπορεί να `χε χορέψει -πριν χρόνια- κι ο ίδιος.
Έπιασε το μέτωπό του. Μίλησε σε κάποιον άγνωστο μες το σκοτάδι, σε έναν φίλο : «Δεν με πειράζει που θα πεθάνω…» Έκλαψε.
«Δεν με πειράζει. Το ξέρω…» συνέχισε. «Με νοιάζει που ατιμώνομαι. Με νοιάζει που δε θα μπορέσω ποτέ να επανορθώσω. Η ζωή μου, η ζωή κάθε ανθρώπου έχει αξία… Είναι άδικο, είναι απλώς άδικο».
Είχε και τις δυο παλάμες στο μέτωπο και κατάλαβε πως είναι υπερβολικά ζεστός. Λυπήθηκε τον εαυτό του. Κατάλαβε πως τα λόγια του είναι κοινότοπα, συνηθισμένα, ίσως τα είχε διαβάσει κάπου, ίσως θα τα έλεγε ο οποιοσδήποτε μια τέτοια ώρα.
Αύριο θα ήταν μια στατιστική. Ένα επιχείρημα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής. Όλες του οι πράξεις θα αποδίδονταν στον άνθρωπο του οποίου την ταυτότητα είχε παραδώσει ήδη. Βαφτίστηκε και πήρε θέση σε έναν κόσμο ορκισμένο στο δίκαιο. Όπως όλοι έγινε αυτός που ήθελαν οι άλλοι, σκότωσε επειδή κάποιος πρέπει να σκοτώνει και κάποιος πρέπει να γίνεται πρωθυπουργός.
Το μυαλό του έτρεξε στα παραμύθια που διάβαζε μικρός. Θυμήθηκε δράκους και χιονάτες, άκαρδους μάγους και μαγικά λυχνάρια. Τον αγαπημένο του Οδυσσέα να ξεγελά τον Πολύφημο. Αυτόν που μπορούσε να ξεφεύγει κι από την πιο απίθανη κατάσταση. Ονειρεύτηκε τον εαυτό του στη σκοτεινή σπηλιά του Πολύφημου αποφασισμένο να δραπετεύσει.
Στα κλειστά του μάτια έπεσε φως που πέρασε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Ενοχλητικό φως και δυο όρθιοι ίσκιοι. Σηκώθηκε και άπλωσε τα χέρια κρατώντας τα μάτια κλειστά.
«Πως ονομάζεστε;» τον ρώτησε ο φύλακας.
«Κανένας» απάντησε.
Περισσότερα short stories του Κώστα Ζαχαράκη μπορείτε να διαβάσετε στο προσωπικό του ιστολόγιο shortstorieswriter.blogspot.com
Discussion about this post