Η ζωή στην πόλη των δεκαπέντε και παραπάνω εκατομμυρίων είχε γίνει ανυπόφορη. Οι κάτοικοι της χώρας, ώς τον τελευταίο, είχαν συγκεντρωθεί εκεί και η πόλη χανόταν, γκριζωπό καρκίνωμα, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Εγκαταλελειμμένες συνοικίες σώπαιναν δίπλα σε ατσάλινα συγκροτήματα βουερών κτιρίων, λεωφόροι χλεύαζαν ιστορικούς δρομίσκους, τούνελ μαστίγωναν υπερυψωμένες διαβάσεις…
Τα μέτρα που κατά καιρούς είχαν παρθεί για να σταματήσει η τυφλή επέκταση ενός μηχανικού πολιτισμού είχαν αποβεί άκαρπα. Οι κάτοικοι πλήθαιναν σαν μυρμήγκια, άγνωστοι μεταξύ τους, σκληροί, ξένοι. Λίγοι άρχισαν να φεύγουν στις παρατημένες, μακρινές πεδιάδες, σε άδεια χωριά. Θεωρίες κάθε λογής ακούγονταν για το πώς θα μπορούσε να ανακοπεί το κακό. Από χρόνο σε χρόνο η πόλη ασφυκτιούσε, μες στην αιώνια προσωρινότητα, μα και στη βεβαιότητα μιας υπερφυσικής παρακμής.
Ένα πρωί ήρθε ο θάνατός της. Μια παράξενη δικτατορία, για την οποία δεν είχε γίνει ποτέ νύξη κι ούτε είχε υπάρξει υποψία γι’ αυτήν, επιβλήθηκε. Ο σπήκερ, στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ανάγγειλε πως η πόλη μοιράζεται σε πεντακόσιες “περιοχές’’, που ο πληθυσμός τους δεν θα ξεπερνούσε τους 30.000 κατοίκους και η έκτασή τους τα 30 έως 40 οικοδομικά τετράγωνα.
Κάθε επικοινωνία από τη μια “περιοχή’’ στην άλλη απαγορεύθηκε. Οι τηλεφωνικές γραμμές κόπηκαν, οι συγκοινωνίες καταργήθηκαν. Η μετακίνηση επιτράπηκε μόνο σε όσους είχαν εγκλωβιστεί τυχαία σε άλλες “περιοχές’’.

Έγιναν βιαστικές τοποθετήσεις γιατρών, δασκάλων και ατόμων άλλων απαραίτητων ειδικοτήτων στις “περιοχές’’, όπου υπήρχαν κενά. Τα σύνορα από τη μια “περιοχή’’ στην άλλη έκλεισαν. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης – αφού επανέλαβαν πολλές φορές τους νέους νόμους – σίγησαν. Ρομπότ τοποθετήθηκαν σε καθορισμένα σημεία για να εντοπίζουν κάθε προσπάθεια επικοινωνίας. Οι πόρτες και τα παράθυρα των κτιρίων στους δρόμους που ένωναν τις ‘‘περιοχές’’ σφραγίστηκαν, οι τοίχοι σκεπάστηκαν με τεράστια πλαστικά καλύμματα. Αναγκαίες μετατροπές έγιναν στα κτίρια.
Οι διαταγές της χούντας των κοινωνιολόγων-φιλοσόφων που είχαν καταλάβει την εξουσία ίσχυαν, αρχικά, για πενήντα χρόνια. Καθένας έπρεπε να ζει στα στενά όρια της ‘‘περιοχής’’ του. Συγγενείς και γνωστοί που έμεναν μακριά ο ένας από τον άλλο δεν θα ξαναβλέπονταν. Η αλληλογραφία – μόνη επιτρεπτή μορφή επικοινωνίας με τις υπόλοιπες ‘‘περιοχές’’ – θα λογοκρινόταν. Σχέσεις κάθε είδους θα αναπτύσσονταν μόνο ανάμεσα στους κατοίκους της ίδιας ‘‘περιοχής’’.
Για ορισμένα μεγάλα προβλήματα (νοσοκομειακής περίθαλψης, εμπορίου, ανώτατης εκπαίδευσης) είχαν προβλεφθεί λύσεις, με τη βοήθεια μιας σύγχρονης τεχνολογίας, αλλά με την προϋπόθεση μιας εθελοντικής οικονομικής, αυτοσυρρίκνωσης. Ένα σύστημα αυτόνομης βιοτεχνικής και γεωργικής ανάπτυξης των ‘‘περιοχών’’ θα έμπαινε σε εφαρμογή, με την αξιοποίηση μακρινών εκτάσεων, όπου θα μεταφέρονταν άτομα από κάθε ‘‘περιοχή’’ χωρίς να έρχονται σε επαφή με άλλους κατοίκους.
Στρατός αμυντικού χαρακτήρα από κατοίκους μιας επιλεγμένης ‘‘περιοχής’’ τοποθετήθηκε στα αχανή, παλαιά σύνορα της παλιάς πόλης. Μια άλλη συγκεκριμένη ‘‘περιοχή’’ επιλέχθηκε για να εγκατασταθούν σ’ αυτήν οι υπηρεσίες επιτήρησης και διοίκησης της παλιάς διαμελισμένης πόλης. Οι ενδιάμεσοι δρόμοι και λεωφόροι ανάμεσα στις ‘‘περιοχές’’ ερήμωσαν, και χρησιμοποιούνταν μόνο από τους ανθρώπους που επόπτευαν την εφαρμογή των νέων κανόνων.
Ο κόσμος συνήθισε. Κανένα βασικό αγαθό δεν έλειπε, οι κοινωνικοί στόχοι έγιναν περιορισμένοι και εφικτοί, οι σχέσεις των ανθρώπων εύκολες, ζεστές, φιλικές. Πολλοί, ύστερα από τις πρώτες αντιδράσεις, έπαψαν να νοσταλγούν οτιδήποτε από τη ζωή στην παλιά πόλη των δεκαπέντε εκατομμυρίων, που είχαν ξεχάσει και το όνομά της.
Υπήρχαν, βέβαια, και τεράστια κενά. Οι νέοι ήθελαν να έρθουν σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο, να ταξιδέψουν. Παράλληλα οι εξωτερικές πιέσεις και επιβουλές, τώρα που υπήρχε υλική αποδυνάμωση, πλήθαιναν. Μερικοί τόλμησαν να διατυπώσουν την άποψη για την ανάγκη μιας στοιχειώδους επαφής ανάμεσα στις ‘‘περιοχές’’ και της δημιουργίας ενός ομοσπονδιακού συστήματος. Πιάστηκαν και φυλακίστηκαν.
Συγκροτήθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις. Άγνωστοι τρόποι επικοινωνίας εφευρέθηκαν. Παράνομες σήραγγες κατασκευάστηκαν. Άρχισε μια περίοδος έντονων ζυμώσεων.
Τριάντα χρόνια ύστερα από την επιβολή της δικτατορίας οι κάτοικοι πολλών ‘‘περιοχών’’ εξεγέρθηκαν και ένωσαν την παλιά πόλη μέσα σε κλίμα βίαιης ανατροπής, μα και νέων, συμβιβαστικών ιδεών, που ήθελαν να αποφύγουν τα σφάλματα του μακρινού παρελθόντος.
Η πόλη ξύπνησε. Αυτοκίνητα ξαναβγήκαν στους δρόμους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η επιτάχυνση της παραγωγής, έδωσαν ένα ξεχασμένο, δυναμικό οίστρο στην κοινωνική ζωή.
Οι άνθρωποι άρχισαν και πάλι να εχθρεύονται ο ένας τον άλλον. Η πόλη συνέχισε να επεκτείνεται στον ορίζοντα. Σε μυστικές συσκέψεις, αλλά και φανερά, ουτοπικοί στοχαστές άρχισαν με κάποια νοσταλγία να αναφέρονται στην κοντινή εποχή που η πόλη είχε τιμωρηθεί με θάνατο.
Discussion about this post