Λένε πως ήταν μια φορά κι έναν καιρό, σ’ εκείνον τον τόπο που ο ήλιος λιώνει ακόμα και τα σίδερα κι ή άμμος της ερήμου παλεύει με τη ζούγκλα. Μια μέρα στη ζούγκλα φάνηκε μια λαγουδίνα. ¨Έτρεχε ασταμάτητα να βρει μια σκιά να βάλει το κορμί της από κάτω που το έκαιγε ο ήλιος. Σε μια στιγμή βλέπει μακριά ένα δέντρο με φυλλώματα. Σκέπαζαν τον τόπο και τράβηξε κατά κει ν’ απαγκιάσει.
Σιμώνει και βλέπει πως ήταν από τα δέντρα που χαρίζουν καρπούς τους πιο γλυκούς, ένα δέντρο μάνγκο που πια είχε γεράσει. Φτάνει μπροστά του, το κοιτάζει και λέει: «Μπορώ να καθίσω κάτω απ’ τη σκιά σου, καλό μου αδέρφι;» Το δέντρο αποκρίνεται: «Κάθισε, θα ήθελα την παρέα σου». Η λαγουδίνα ευχαρίστησε και χώνεται μεμιάς κάτω από τη σκιά. Το δέντρο μάνγκο λέει: «Πες μαντάτα από τον κόσμο που τα πλάσματα μπορούσαν να περπατούν». Η λαγουδίνα κίνησε να λέει του κόσμου τα παράξενα… Τώρα, λένε πως η σκιά του μάνγκο ήρθε να δροσίσει το λιοκαμένο της πετσί κι η μυρουδιά από τα φρούτα του να τρελάνει τα ρουθούνια της. Σε λίγη ώρα η λαγουδίνα άρχισε να έχει φαγούρα στη ράχη της, εκεί που το πόδι της δεν έφτανε. Ρωτά το δέντρο: «Μπορώ να ξύσω τη ράχη μου στον κορμό σου; ¨Έχω μια φαγούρα στη ράχη που με τρελαίνει!»
Το δέντρο αποκρίνεται: «Ξύσου, αδέρφι!» . Η λαγουδίνα κίνησε «Φραπ! Φραπ!» να ξύνεται στον κορμό του μάνγκο. Σαν έδιωξε τη φαγούρα για τα καλά και το κορμί της ήρθε στα συγκαλά του, λέει: «Ευχαριστώ , αδέρφι. Αν δε σε συναντούσα δεν ξέρω τι θα έκανα…» Το δέντρο μάνγκο απόμεινε στη σιωπή κι ύστερα ρίχνει μπροστά της έναν μεγάλο καρπό και λέει: «Στέκομαι σ’ αυτόν τον τόπο από την αρχή των καιρών. Γνώρισα αδέρφια που μίλαγαν όλες τις γλώσσες, φορούσαν όλων των λογιών τα πετσιά. Είσαι το πρώτο ζώο από όσα βρέθηκαν κοντά μου που με σεβάστηκε, μου έδειξε ευγνωμοσύνη και θέλησε να μου μιλήσει. Φάε από τον καρπό μου. Θα σου φανερώσω κάτι που κανένας άλλος δεν έχει ματαδεί, μονάχα μην ακουμπήσεις τίποτα, μην φανερώσεις σε κανένα όσα αντικρίσεις…»
«Θα κάνω ό,τι μου πεις…» απαντά η λαγουδίνα. Ξαφνικά ακούγεται ένα «κρακ!» κι ο κορμός του μάνγκο σκίζεται στη μέση. «Έμπα μέσα…» λέει το δέντρο κι η λαγουδίνα βρίσκεται μεμιάς μέσα στον κορμό. Κοιτάζει, τι να δει; Τα μάτια της αντίκρισαν ένα κήπο όλο δέντρα μ’ όλων των λογιών τους καρπούς και τα λουλούδια, ένας τόπος που άστραφτε ολάκερος από πετράδια ξεχωριστά κι ένα φως ολόχρυσο τύφλωνε τα μάτια.
Η λαγουδίνα τα ’χασε κι απόμεινε με το στόμα της να χάσκει και τα μάτια της να γουρλώνουν. Στάθηκε σε μια γωνιά δίχως να μιλά παρά μονάχα να θαυμάζει κι είχε στο μυαλό της να μην ακουμπήσει τίποτα. «Πού βρίσκομαι;» ρωτά.
Τότε το δέντρο μάνγκο αποκρίνεται: «Τούτος ο τόπος είναι η καρδιά μου. Σ’ ευχαριστώ που με σεβάστηκες και κράτησες το λόγο σου. Πάρε από δω ό,τι επιθυμείς…» Η λαγουδίνα διάλεξε μια πράσινη πέτρα που γυάλιζε σαν τα φύλλα του δέντρου μάνγκο και την πήρε μαζί της, να της θυμίζει τη συνάντηση. Ύστερα του λέει : «Δε θα ξεχάσω ποτέ τη σκιά σου, μήτε την καλοσύνη σου, σ’ ευχαριστώ. Σαν τύχει να βρεθώ στα μέρη σου ξανά, θα ψάξω να σε βρω». Χαιρετά και φεύγει.
Στο δρόμο του γυρισμού, λένε, για τα μέρη της, στην άλλη άκρη της ζούγκλας, πέφτει πάνω σε μια ύαινα που είχε στήσει καρτέρι. Η λαγουδίνα τα χρειάστηκε. Όλοι ήξεραν τούτα τα κακομούτσουνα ξαδέρφια των σκυλιών όχι μόνο για την ασχήμια και την κακοτροπιά τους μα για την ξεδιαντροπιά τους. Η ύαινα είδε το πετράδι και ξιπάστηκε. Αγριεύεται κι αρχίζει τα γρυλίσματα, τις φοβέρες: «Πού τη βρήκες τούτη την πέτρα; Μίλα γιατί θα σε κάνω κομμάτια!» Η λαγουδίνα αναγκάστηκε να της πει για το δέντρο στην άκρη της ζούγκλας κι όσα είχαν γενεί.
Την άλλη μέρα η ύαινα βρέθηκε μπροστά στο δέντρο, γλυκαίνει τη φωνή της και ρωτά: «Να καθίσω κάτω απ’ τη σκιά σου;» Το δέντρο δέχτηκε και το αγρίμι θυμήθηκε να το ευχαριστήσει. Σαν πέρασε ώρα η ύαινα ρωτά: «Να ξύσω την πλάτη μου; Πεινώ και θέλω τον καρπό σου…» Το δέντρο συμφώνησε ξανά κι η ύαινα θυμήθηκε να ευχαριστήσει. «Πότε θα μου δείξεις τους θησαυρούς σου;» ρωτά με ξιπασιά όλο γλύκα. Το δέντρο ανοίγει «κρακ!» τον κορμό του και το αγρίμι βρέθηκε στην καρδιά του μάνγκο. Αρχίζει να ορμά και ν’ αρπάζει με μανία τα πετράδια. Το δέντρο ταράχτηκε, ο κήπος του ξεράθηκε, το φως που τον έλουζε έσβησε, και με μια σπρωξιά πετά έξω την ύαινα.