Και η αβάσταχτη ελαφρότητα του πουλόβερ μέσα από το ψηλόμεσο τζην σου. Όλα έχουν γίνει ανεπιτήδευτα, όλα είναι χαλαρά και ωραία. Είναι ντεμοντέ η λακ στα μαλλιά, ο κορσές και η υπερβολική πούδρα στο πρόσωπο.
Τα ακριβά εστιατόρια έχουν μεταλλικά και τσιμεντένια τραπέζια, ποτήρια και πιάτα που δεν απαρτίζουν σερβίτσιο, όλοι οι πρώην νεόπλουτοι «θυμήθηκαν» την αξία του παστουρμά και του τσίπουρου το οποίο ανεπιτήδευτα γεύονται σε μοντέρνα ντελικατέσεν με κοστούμι και γυαλιστερό παπουτσάκι.
Αν επιτήδευση σημαίνει πόζα, δήθεν, στιλιζάρισμα και βάλσιμο σε κάποιου είδους κουτί, τότε ανεπιτήδευτος σημαίνει αυτός που δεν έχει ουδεμία σχέση με όλα αυτά, που μποέμ και ανέμελος κυκλοφορεί χωρίς να οπλοφορεί και που εμπνέει κιόλας αντίστοιχη συμπεριφορά.
Η αισθητική των παιδακίων με τις λευκές κάλτσες ως τον αστράγαλο και τα φαρδουλά τζηνς μαζί με τα χούντιζ που μοιάζουν τόσο κόζι, φλάφι και λοιπά αμερικάνικα γουστόζικα επιθετάκια ΔΕΝ είναι ανεπιτήδευτη. Κάνουν μεγάλη προσπάθεια να δείξουν χαλαρά. Η μόδα του βάζω το φαρδύτατο πουλόβερ μου μέσα από το τζην και κοτσάρω και ένα ζεύγος πανάκριβα, τερατώδη σνίκερ από κάτω είναι μια ακόμα απεγνωσμένη φωνή κατά της επιτήδευσης ενός look πιο «καλαίσθητου», με ρούχα πιο εφαρμοστά και άβολα. Δεκτό.
Πόσο ανεπιτήδευτο, όμως, μπορεί να είναι ένα λουκ που θέλει σκέψη και χρόνο με αποτέλεσμα αμφιβόλου αισθητικής καμιά φορά; Και γιατί να θεωρήσω επιτήδευση την μεσήλικη με το φορεματάκι της, τις γόβες και το κραγιόν όταν, κατά 99%, αυτό είναι το στιλ που την αντιπροσωπεύει στ΄ αλήθεια, συν του ότι δεν σκρόλαρε πενήντα ώρες στο Pinterest μέχρι να το διαμορφώσει;
Κάτι ακόμα. Βρέθηκα σε ένα καινούργιο εστιατόριο στο Γκάζι πρόσφατα που είχε μια πολύ όμορφη αίσθηση πολυτέλειας, διάχυτης σε όλον τον χώρο, τα τραπέζια, τα πιάτα, τους θαμώνες. Και σκέφτηκα ότι είναι επιτηδευμένο όλο αυτό. Και αμέσως μετά σκέφτηκα ότι μου αρέσει πολύ που είναι επιτηδευμένο.
Διότι, ανεπιτήδευτη είμαι σπίτι μου-συνήθως. Όταν έχω διάθεση να ντυθώ, να αρωματιστώ και να πάρω τον άντρα ή τους κολλητούς μου για να πάμε κάπου υπέροχα, θέλω να είναι υπέροχα, θέλω να είναι κάτι έξω από τα νερά μου, θέλω να τεντώσω πλάτη στην καρέκλα και να φάω με πολλή χάρη λιγάκι σεβίτσε. Πειράζει;
Χώρια η άλλη μάστιγα που αφορά εμάς τους δημοσιογράφους-γραφιάδες-content creators (όσοι έχουμε μείνει που γράφουμε και δεν ποστάρουμε απλώς φωτογραφίες με hashtags) και είναι η εξής: γράφουμε τακτικότατα την λέξη ανεπιτήδευτος, ιδίως στα natives μας. Και τι ανεπιτήδευτη ατμόσφαιρα και τι ανεπιτήδευτο σκηνικό και δώσε και φέρε και πάρε πόνο!
Η χαλαρότης και η άνεση που αγωνιωδώς λανσάρεται και μανιωδώς υποστηρίζεται δεν είναι τίποτα από όσα υποστηρίζουν ότι είναι ως έννοιες, αν δεν εκκινούν από αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι καταλήγουν: την απλότητα, την «ευκολία». Προτιμώ, αγάπη μου, να τιγκαριστώ στη λακ και την μάσκαρα, να βάλω το ντεμοντέ καλσονάκι μου με την μαύρη κλασική στιλέτο γόβα και να τρίξουν τα πεζοδρόμια, παρά να παλέψω με τις ώρες για να βρω το πιο φαρδύ φούτερ που θα μπορούσα, ύστερα να το μπουκώσω μέσα από το ψηλόμεσο τζην μου και δεν συμμαζεύεται για να μην με πουν «επιτηδευμένη».
Το πιο ωραίο απ’ όλα είναι κάτι ανεπιτήδευτα insta stories που για να ανεβούν έτσι ώστε να ικανοποιούν απολύτως τον χρήστη χρειάζονται διαμόρφωση που απαιτεί δεκάλεπτα και τέταρτα της ώρας. Στον ίδιο χρόνο, κάποιος «γαμάτος» και «ανεπιτήδευτος» τύπος που δίνει μάχη για να είναι μίνιμαλ και να μην τον πουν κιτς, θα μπορούσε να διαβάσει έστω μερικές σελίδες από την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» ενός πολύ γαμάτου και πολύ επιτηδευμένου τύπου, του Μίλαν Κούντερα.