Ο Τάκης, η Ελένη και ο Σταύρος δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Και πως να γνωρίζονται αφού δεν υπάρχουν στα μέρη μου, παρά μόνο στην φαντασία μου. Αλλά πάλι δεν είμαι διόλου σίγουρος. Η Πόλη αυτή, με τις φιγούρες της, κλωθογυρνά στο μυαλό. Πρόσωπα, καταστάσεις, λόγια, ήχοι και χρώματα δημιουργούν τις οντότητες που στριμώχνονται μπροστά μου και αποζητούν ύπαρξη. Εξ’ού και τα ονόματα. Καθημερινά ονόματα. Η Πόλη είναι σκληρή και ζυμώνει ακόμα πιο σκληρούς ανθρώπους. Και αυτοί με την σειρά τους ιχνογραφούν σοκάκια, αδιέξοδα και ακάλυπτες επιθυμίες.
Ο Τάκης, η Ελένη και ο Σταύρος δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Αλλά θα γνωριστούν ξαφνικά, μόλις για μερικά δευτερόλεπτα και τίποτε δεν θα είναι το ίδιο.
Είναι χειμώνας, καθημερινή, νύχτα και κάνει κρύο. Παρατηρώ την μοναξιά των δρόμων, την γλίτσα των πεζοδρομίων, την ανεπάρκεια των βιτρινών, την απελπισία των γάτων. Μήπως να δω την θετική πλευρά της πόλης; “Να την κατασκευάσεις εννοείς”, μου λέει ο εαυτός μου κάπως ειρωνικά. Δεν του δίνω και πολύ σημασία.
Του δίνω δίκιο όμως που με περιγελά.
Έως πότε θα κατασκευάζω ρομάντζα και σινεφίλ ιδέες την ώρα που η πλάση γύρω μας γονατίζει;
“Φοβάσαι ότι θα σε πουν καταθλιπτικό έτσι”; “Ναι το φοβάμαι λοιπόν”, του απαντώ επιθετικά. Χαζοχαμογελά και με το πόδι μου σκουντάει ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. “Άμα δεν αντέχεις φύγε” μου λέει, “σταμάτα όμως να ωραιοποιείς τις καταστάσεις”. “Είμαι φορτισμένος” του είπα, σχεδόν απολογητικά. “Μεγάλωσες και συγκινείσαι εύκολα, αυτό είναι όλο. Κλαίμε όταν είμαστε μικροί και μετά όταν αρχίσουμε να μεγαλώνουμε. Στο ενδιάμεσο είμαστε μάγκες…”
Επικράτησε σιωπή. Σ
κεφτόμουν πως δεν έχω καμιά διάθεση να δώσω ονόματα στην απόγνωση των ανθρώπων. Του είπα απότομα, στο κάτω κάτω εγώ ακόμα έλεγχα την κατάσταση και όχι αυτός. “Κάτσε γράψε εσύ. Χρεώσου το εσύ. Εγώ βάζω τα μάτια, εσύ βάλε την ψυχή”. Τώρα με κοίταξε αυτός. “Το ξέρεις ότι όλο αυτό δεν είναι και τόσο φυσιολογικό έτσι;”. “Πάρε την ευθύνη” του αντέτεινα, “και άσε με”. “Ας γίνει έτσι λοιπόν, αλλά ξέρεις πως αυτό δεν είναι και τόσο φυσιολογικό, έτσι;”. “Επαναλαμβάνεσαι” είπα και του ‘δωσα ένα μικρό κόκκινο τετραδιάκι. “Ξεκίνα, εγώ θα βλέπω”.
Ο Τάκης, η Ελένη και ο Σταύρος, πήραν τα ονόματά τους, τις ζωές τους, τα πάθη τους και άρχισαν να ξεπροβάλλουν δειλά μέσα στο κρύο.
Η Πόλη έχει τις φιγούρες της. Τις βλέπεις, εάν θες να τις δεις και βέβαια, αν μπορείς να τις δεις. Ο καθένας κάνει αυτό που ξέρει να κάνει.
Ο Τάκης από μικρός ήταν νταμάρι και τετράγωνος.
Τώρα μπράβος κοντά στον Κύριο Λάκη. Μεσαίας βαρύτητας μπράβος, μεσαίας βαρύτητας αφεντικό και ο κύριος Λάκης. Τριάντα δύο χρονών ο Τάκης. Όταν ήταν δώδεκα του ‘χε κοπεί η μιλιά για βδομάδες. Του ξανάρθε με ουρλιαχτά ένα βράδυ.
Η μάνα του τον έσερνε σε εκκλησίες. Εμενε στον Κορυδαλλό. Οι γριές εκεί έλεγαν ότι του ‘χαν κάνει μάγια. Εκείνος δεν μίλαγε, απλώς κοίταγε παγωμένα το μωσαϊκό. Σαν να μέτραγε ψηφίδες. Ο πατέρας του οικοδόμος. Ένα βράδυ, εκείνο που ο Τάκης μουγγάθηκε, ο πατέρας του τον φώναξε στην “αρένα”. Ήταν μαζεμένοι συνάδελφοί του, συγγενείς.
Πίνανε ακούγανε Καζαντζίδη και τρώγανε. Οι γυναίκες ξεμύταγαν να δουν αν χρειάζονταν τίποτα οι άνδρες, έπαιρναν προσταγές και ξανατρύπωναν στην κουζίνα. Ο Τάκης αμήχανος πλησίασε. Όταν έπινε ο πατέρας του, εκείνος φοβόταν και ντρεπόταν.
Στην πιάτσα ο Τάκης ήταν απλησίαστος. Μίλαγε ελάχιστα, δεν γέλαγε, δεν έβγαινε. Κάποια φορά ένας άλλος μπράβος, -ανώτερης βαρύτητας αυτός- τον είχε πειράξει μια και δυο φορές μπροστά σε κόσμο. Ο Τάκης ξαφνικά βρέθηκε από πάνω του, στο δεξί του χέρι είχε το κατσαβίδι. Το έβαλε στο αυτί του τύπου. Εκείνος δεν κουνιόταν από τον φόβο του.
Ο κύριος Λάκης φώναζε. “Σταμάτα ρε, σταμάτα”. Ο Τάκης βίδωνε σιγά σιγά μέσα στο αυτί. Δεν μίλαγε, κάτι ψιθύριζε. Ο άλλος σπαρτάραγε, κατουρήθηκε πάνω του. Πέσανε πάνω του τρεις να τον τραβήξουν. Με αυτό έλυνε τα προβλήματα ο Τάκης.
Ο Τάκης έμενε μόνος του. Έβγαινε σπάνια και όταν έβγαινε πήγαινε μόνο σε ένα καφενείο στο τέρμα Αχαρνών. Εκεί δεν του μίλαγαν και δεν μίλαγε σε κανέναν. Έπινε κρασί, άκουγε μουσική και κάπνιζε. Το κατσαβίδι πάντα το άφηνε πάνω στο πλαστικό άσπρο τραπέζι. Ήταν σαν μήνυμα προς όλους να μην ενοχλούν.
Με ένα παλιό, σκουριασμένο, υποκίτρινο μεγάλο κατσαβίδι. Ο Τάκης σηκώθηκε, καθάρισε το κατσαβίδι πάνω σε μια καμπαρντίνα και έφυγε. Την άλλη μέρα ο κύριος Λάκης του έκανε παρατηρήσεις. “Μεταξύ μας δεν θα κάνουμε τέτοια. Έτσι Τάκη μου;”. Ο Τάκης δεν μίλησε.
Ο πατέρας του, του πέταξε απότομα ένα κατσαβίδι. “Πιάσ’ το ρε κόπρο”. Του δώσε και ένα κομμάτι ξύλο. Στο τέλος του ρίξε και μια βίδα. “Για να δούμε ρε μάγκα, είσαι δικό μου παιδί ή μούλικο;”. Γύρω γέλαγαν, έτσι είναι οι σκληροί άνδρες. “Για βίδωνε ρε! Μέσα σε ένα λεπτό να ‘χει βιδωθεί!”.
Αρχίζει ο χρόνος. Η μάνα του έφυγε γρήγορα. Ένας μεγαλύτερος ξάδελφος του κάτι πήγε να πει αλλά τον έκοψαν τα χαχανητά της παρέας. Ο μικρός μέσα στον πανικό του βούρκωνε, προσπαθούσε μάταια. Τα αυτιά του είχαν κοκκινίσει. Το κατσαβίδι του ‘πεσε από τα χέρια.
Ο πατέρας του σηκώθηκε και τον έσπρωξε σαν σακί πατάτες. Τον έσουρε από το πόδι βλασφημώντας. “Άχρηστο κωλόπαιδο. Τράβα χάσου από τα μάτια μου”. Ο ξάδελφος τον περιμάζεψε, του σήκωσε και το παντελόνι που από το τραβολόγημα είχε κατέβει. Τα τύμπανα των αυτιών του έσπασαν από την πίεση. Χώθηκε στα σκεπάσματα, όπως ήταν με τα ρούχα. Η μάνα του δεν ήρθε καθόλου εκείνο το βράδυ. Από τότε την “έχασε”…
Όταν ο κύριος Λάκης πήγαινε σε δουλειά είχε τον Τάκη δίπλα του. Ο Λάκης ήταν αδύναμος και κίτρινος. Όση ώρα νουθετούσε-απειλούσε τον απέναντί του ο Τάκης στεκόταν δίπλα του, βίδωνε μια βίδα πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο. Μετά άρχισε να ξεβιδώνει. Το ίδιο και το ίδιο. Όταν ο κύριος Λάκης δεν τα έβρισκε με τον υπό νουθέτηση τύπο έπιανε το αριστερό του αυτί. Ήταν το σινιάλο.
Ο Τάκης έχωνε το κατσαβίδι στο μπράτσο ή στο πόδι του αντιπάλου. Δεν είχε σκοτώσει ποτέ κανέναν. Ήξερε που και πόσο να χτυπήσει. Ο άτυχος λιγώνονταν από το χτύπημα και τις περισσότερες φορές έκλαιγε. Μετά αναλάμβανε ξανά ρόλο ο Κύριος Λάκης. Ο Τάκης συνέχισε, όρθιο νταμάρι να βιδώνει και να ξεβιδώνει.
Ο Τάκης έμενε μόνος του. Έβγαινε σπάνια και όταν έβγαινε πήγαινε μόνο σε ένα καφενείο στο τέρμα Αχαρνών. Εκεί δεν του μίλαγαν και δεν μίλαγε σε κανέναν. Έπινε κρασί, άκουγε μουσική και κάπνιζε. Το κατσαβίδι πάντα το άφηνε πάνω στο πλαστικό άσπρο τραπέζι. Ήταν σαν μήνυμα προς όλους να μην ενοχλούν.
Η μόνη που του μίλαγε που και που ήταν μια τραγουδιάρα ξεπεσμένη. Ήταν κάποτε και θεατρίνα. Τώρα είχε πέσει στην άσπρη. Όταν ήταν κάπως καλά πήγαινε δίπλα του και του μίλαγε. Αυτός κουνούσε το κεφάλι του κάθε τόσο. Εκείνη του χαμογέλαγε, του τσούγκριζε το ποτήρι και αυτό ήταν όλο. Κάποια φορά τον ρώτησε. “Τι είναι αυτό το κατσαβίδι ρε μόρτη”. Εκείνος της απάντησε. “Με αυτό ζω”. Και η συζήτηση έλαβε τέλος.
Ο Τάκης κυκλοφορούσε με ένα μοτοσακό, άσπρο, χωρίς καθρέφτες. Εκείνο το βράδυ μπήκε στο καφενείο. Έβγαλε το κατσαβίδι. Μία γνωστή φιγούρα μιξόκλαιγε. “Ρε την καημένη. Παγωμένη την βρήκαν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Η πρόνοια ήρθε και την πήρε. Θα πάρω τηλέφωνο να μάθω για την κηδεία.” Σήκωσε το κεφάλι του. “Ποια πέθανε;”, ρώτησε κοφτά. “Η τραγουδιάρα”, του είπε η θλιμμένη. “Δεν άντεξε την δόση”.
Ο Τάκης σηκώθηκε και έφυγε. Το μοτοσακό πήγαινε τον δρόμο. Εκείνος βίδωνε πάνω στο γκάζι. Το φανάρι, του γελούσε. Μετά το χτύπημα ένοιωσε το κατσαβίδι να εξερευνά τα σπλάχνα του. Ήταν πεσμένος και άκουγε ουρλιαχτά.
Ε, μετά από λίγο έσβησε.
________________________________________________________________________________________________________________________
Η Ελένη είκοσι τρία χρόνια ήταν όμορφη.
Από τα πρώτα της χρόνια το είχε καταλάβει. Από την ξαδέλφη της που της τράβαγε τα μαλλιά, από τους συμμαθητές της που αλληλοσπρώχνοταν για το ποιος θα παίξει μαζί της. Αλλά και από τους μεγάλους… Από το πως την κοίταγαν και της μιλούσαν.
Ειδικά ο Θείος της ο Μπάμπης και ο καθηγητής των Μαθηματικών της το έδειχναν με πολλούς τρόπους. Ο ένας της έκανε τα πιο ωραία δώρα, ο άλλος της έβαζε τους καλύτερους βαθμούς. Αυτή ήξερε να τους χαμογελά και να τους κάνει να αισθάνονται επιλεγμένοι.
Ο πατέρας της, ένας κρυμμένος στο εμπορικό του, άνθρωπος. Η μάνα της καβγάδιζε με όλους και έπαιρνε ηρεμιστικά. Στα δεκαπέντε της τα είχε μάθει όλα. Την ξεπαρθένεψε ο γόης του χωριού, έξι χρόνια μεγαλύτερος στην αυλή της Εκκλησίας. Μετά, σχεδόν δεν της μίλαγε. Καταλάβαινε πως όλοι το ήξεραν και της έκανε εντύπωση που κανένας δεν της είπε ποτέ τίποτε.
Η ξαδέλφη της την περίμενε στα ΚΤΕΛ στον Κηφισό. Δεν της τράβαγε πια τα μαλλιά. Ήταν δύο χρόνια στην Αθήνα και την είχε φάει να έρθει και εκείνη. Κανείς δεν πολυασχολήθηκε, ούτε οι δικοί της. Η Θάλεια την αγκάλιασε. “Κουκλάρα είσαι ξαδέλφη, θα τους τρελάνουμε όλους” της είπε, “μην φοβάσαι τίποτα”!
Μετά από λίγες μέρες η Έλενα είχε καταλάβει τι εννοούσε η Θάλεια. “Μωρό μου η ιστορία είναι να βρούμε χορηγούς! Εσύ δηλαδή γιατί εγώ έχω! Υπάρχει πολύ μοναξιά Ελένη στην Πόλη. Εμείς απλώς καλύπτουμε τα κενά των ανδρών. Ο καθένας από όλους αυτούς έχει ένα κενό.
Εμείς μπαίνουμε μέσα, το γεμίζουμε και μετά φεύγουμε. Πρόσεξε ξαδέλφη! Δεν καθόμαστε σε έναν και δεν καθόμαστε συνεχώς. Καλύπτουμε ώρες! Και δεν ερωτευόμαστε. Ούτε αυτοί ερωτεύονται! Νομίζουν πως ερωτεύονται”.
Όλα γίνονταν με τρόπο. Άλλος της πλήρωνε τους λογαριασμούς, άλλος το ενοίκιο. Παραπονούνταν ότι δεν είχε λεφτά και την επόμενη μέρα κάποια κατάθεση γινόταν.
Η Ελένη άκουσε, κατάλαβε, δοκίμασε. Δεν είναι δύσκολο σκέφτονταν. Όπως με τον Θείο και τον Καθηγητή. Μετά από τρεις μήνες είχε τις επιτυχίες της. “Σε λίγο θα ξεπεράσεις και μένα” της έλεγε η Θάλεια. Η Ελένη ήταν πολύ επιμελής. Η ατζέντα της ήταν το παν στην καθημερινότητά της.
Είχε τέσσερεις ανθρώπους να κουμαντάρει. Ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του, τα χούγια του, τις ώρες του. Ευτυχώς τους έλεγε όλους με ένα υποκοριστικό, οπότε δεν μπερδευόταν. Από πενήντα έως 65 όλοι. Τραπεζικός, γιατρός, υπάλληλος και καλλιτέχνης. Μερικά βράδια που είχε ρεπό καθόταν στο κρεβάτι οκλαδόν, όπως όταν ήταν μικρή.
Τους έφερνε μπροστά της. Τους παρατηρούσε. Άρχιζε να τους πλακώνει στα χαστούκια. Αυτοί παραπονιόντουσαν. Εκείνη μετά τους κανάκευε σαν να ταν παιδάκια και τους λύτρωνε τον έναν μετά τον άλλον. Μετά έκλεινε το φως, κρύωνε και έκλαιγε μόνη της.
Κανέναν δεν άφηνε να μπει μέσα της. Τους το ‘χε ξεκαθαρίσει από την αρχή. Εκείνη έβρισκε τρόπους να τελειώνουν και να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Όλα γίνονταν με τρόπο. Άλλος της πλήρωνε τους λογαριασμούς, άλλος το ενοίκιο. Παραπονούνταν ότι δεν είχε λεφτά και την επόμενη μέρα κάποια κατάθεση γινόταν.
Μοίραζε δίκαια τα έξοδα ανάλογα την δυνατότητα και την διάθεση του καθενός. Κάθε τόσο έβγαινε με την ξαδέλφη της και με μια άλλη συγχωριανή τους. Αυτή δούλευε σε σούπερ μάρκετ και έπαιρνε 420 ευρώ τον μήνα. Την κέρναγαν. “Μα πως ζει με τόσα λεφτά”, αναρωτιόντουσαν με την ξαδέλφη. Στο τέλος γίνονταν φέσι και η καθεμιά πήγαινε και κρυβόταν στο σπίτι της.
Ένα βράδυ βρέθηκε στο σπίτι του καλλιτέχνη.
Μπήκε και τον βρήκε μπαρουτιασμένο. Ήταν κοντά στα εξήντα. Εκείνη του χαμογέλασε και έπεσε στα γόνατα. Έτσι ξεκίναγε μαζί του… “Θέλω να σε πάρω σήμερα” της είπε. “Μωρό μου τα ‘χουμε πει αυτά”. Ένα χαστούκι της έκοψε την φόρα. “Σήμερα θα μπω μέσα σου” γρύλλισε και την χτύπησε με όλη του την δύναμη. Την βίασε.
Στο τέλος της πέταξε διακόσια ευρώ και την ξαπόστειλε. Το σώμα της ήταν βρώμικο και δεν το ένοιωθε. Κατέβηκε κακήν κακώς, στο ασανσέρ δεν κοίταξε τον καθρέφτη όπως έκανε πάντα. Κοιτιόταν και έλεγε πάει και αυτό. Θυμήθηκε που έχει αφήσει το αυτοκίνητο. Την δόση του διθέσιου την πλήρωνε ο τραπεζικός. Μπήκε μέσα. Πήρε την Θάλεια. Δεν απάνταγε. Δίπλα της καθόταν ο θείος της. Της έπιασε το χέρι και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια του. “Όπως παλιά”, της είπε, “θυμάσαι;”
Έκανε εμετό, έβαλε μπροστά και άρχισε να βουρκώνει.
Το σπέρμα του καλλιτέχνη ούρλιαζε στα χέρια και την πλάτη της. Έτρεχε. Ήταν πανικοβλημένη. “Ο μαλάκας! Ο μαλάκας! Και αν μείνω έγκυος;”. Το άσπρο μοτοσακό πετάχτηκε στον αέρα μετά το χτύπημα. Το αμάξι συνέχισε να φέρνει τούμπες σαν παιχνιδάκι, εκείνη χαμογελούσε. Ένοιωσε να σπάει το στέρνο της.
Κάποιος έκλεισε το φως.
Ο Σταύρος δεν έδειχνε για πενηντάρης.
Για σαραντάρης και αν. Αλογοουρά, πέτσινο και σκουλαρίκι. Ροκάς παλιάς κοπής. Και σε σαματάδες στα γήπεδα είχε μπλέξει. Και σε φασαρίες με μπάντες και γκρουπάκια. Και με γκόμενες είχε πάει πολλές.
Τρία σταθερά σημεία είχε στην ζωή του. Την ομάδα, την μάνα του και το ότι δούλευε εδώ και δεκαετίες εξωτερικές εργασίες. Αυτά τα τρία. Ομάδα και μάνα δεν άλλαξε ποτέ. Δουλειές άλλαξε δεκάδες. Πάντα όμως πάνω στο παπί. Τρία 4ωρα, ένα 8ωρο και ένα 4ωρο, ότι να ‘ναι και ότι κάτσει. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα πάνω στο δίκυκλο.
“Με αυτό θα με θάψουν” έλεγε στην παρέα. Κάποτε είχε αριθμήσει όλα τα αφεντικά που είχε και ήταν πάνω από εξήντα. Δεν πέρναγε ποτέ με κόκκινο, φόραγε πάντα κράνος, δεν έκανε σφήνες. Η μάνα του του είχε δώσει και ένα φυλαχτό. Αυτός αν και ροκάς το ‘χε πάντα πάνω του. Όταν τον πείραζαν οι φίλοι του αυτός γέλαγε και έλεγε “Βάλτα να πάνε πήγανε μάγκες! Ποτέ δεν ξέρεις!”.
Όταν ζοριζόταν από την ζωή έπαιρνε το παπί και πήγαινε μακριά. Πάντα είχε άδεια στην καβάντζα. Την τελευταία φορά είχε πάει στην Κοζάνη με το παπί. Στο δρόμο τραγούδαγε συνεχώς Παυλάρα. Σταμάταγε, ξεκίναγε, Σταμάταγε ξεκίναγε. “Έτσι είναι η ζωή μάγκες”, έλεγε και κέρναγε την παρέα μπύρες.
Ο Σταύρος ήταν άτυχος από μικρός. Ο πατέρας του έφυγε νωρίς, μία θεία του τους πήρε όλη την περιουσία, με τα γράμματα ποτέ δεν τα πήγε καλά. Από μικρός βοήθαγε την μάνα του. Τίποτα άλλο. Με τις γκόμενες ήταν πολύ προσεκτικός. Τον είχαν πουλήσει μια δυο φορές, έτσι είχε καταλήξει, και από τότε δεν δενόταν και κάθε τόσο έφευγε. Δεν αφήνω να με διώξουν, φεύγω μόνος μου.
Ήταν περήφανος για την δουλειά που έκανε. “Ρε μαλάκες που λιώνετε μέσα στα γραφεία και τα κομπιούτερ! Βγείτε ένα βράδυ έξω και δείτε πόσοι είμαστε! Χιλιάδες είμαστε. Μόνο εμείς κυκλοφορούμε, οι μπράβοι και οι πουτάνες! Ά ναι και οι μπάτσοι αλλά άστους αυτούς! Μας έχετε ανάγκη!”.
Κόρναρε στους συναδέλφους, έβριζε τους ταρίφες, σφύριζε στις όμορφες. Στο τέλος της βραδιάς σημείωνε τα χιλιόμετρα που είχε κάνει. Κάθε τέλος του χρόνου έκανε την σούμα και μέτραγε τις αποστάσεις. Που θα μπορούσε να έχει φτάσει; “Την Κίνα ολόκληρη έχω φέρει” πάνω κάτω τρεις φορές φέτος!
“Η Αθήνα είναι μια πόλη της πίτσας” έλεγε από μέσα του. “Ή της πούτσας;” αναρωτιόταν. “Είναι κλειδωμένα κάτω, κατεβείτε να μου ανοίξετε”, φώναξε στο θυροτηλέφωνο.
Ξάπλωνε, έβαζε μουσική και αποκοιμόταν χωρίς να χρειάζεται να προσέχει τα φανάρια, τους γέρους που πετάγονταν από το πουθενά και τις λαδιές του δρόμου. Όταν ήταν σε σχέση δεν ξενοκοίταγε αλλού. Ήταν μια χαρά απλώς κάποια στιγμή αποφάσιζε πως δεν πάει άλλο και έφευγε. Ούτε φωνές, ούτε τσαντίλες. Ανακοίνωνε σαν αφεντικό (το ήξερε καλά αυτόν τον ρόλο) και απομακρυνόταν.
Η Βάλια τον είχε πλησιάσει αυτή άμεσα και στα γεμάτα. “Σε γουστάρω”, του είχε πει σε ένα μπαρ. Ήταν ψυχολόγος, τριανταπεντάρα, όμορφη. Είχε ήδη περάσει ενάμισης χρόνος και δεν έλεγε να φύγει. Του μίλαγε πολύ χωρίς να τον ψέλνει. Εκείνη δούλευε κάποια βράδια σε ένα πρόγραμμα δρόμου.
Έτσι είχε και την ελευθερία του στις προσωπικές στιγμές. “Να προσέχεις με τον κάθε τρελαμένο εκεί έξω” της έλεγε και της έκλεινε την μύτη. “Εσύ να προσέχεις με τους άμπαλους που υποστηρίζεις και όλο χάνετε” του έλεγε αυτή και γέλαγε σαν παιδί. “Και να μην περνάς με πορτοκαλί”. Είναι επικίνδυνο χρώμα.
Αυτό που του άρεσε σε αυτήν την κοπέλα είναι που έλεγε αυτό που ήθελε κατευθείαν. Θέλω αγκαλιά. Θέλω βόλτα. Θέλω ησυχία. Και εκείνος ακολουθούσε. Του έλεγε ότι συναισθηματικά ήταν από τους πιο ώριμους ανθρώπους που είχε συναντήσει. Αυτός δεν καταλάβαινε αλλά γούσταρε. Από την άλλη βέβαια την πείραζε. “Μιλάει η επιστήμη! Σωπάτε και έχουμε τζάμπα ψυχανάλυση”.
Το τελευταίο διάστημα έκαναν έρωτα χωρίς προφύλαξη. Μεταξύ τους δεν το είχαν συζητήσει. Χαμογελούσαν απλώς. Στην παρέα ο Σταύρος το ανέφερε. “Ρε μαλάκες κάνω για πατέρας;”. “Κάνεις! Κάνεις!”, του φώναζαν οι φίλοι του και εκείνο το βράδυ ήπιαν τόσο πολύ που πήγαν στα σπίτια τους με ταξί.
Έκανε κρύο. Ο Σταύρος έβριζε από μέσα του την μιάμιση ώρα που του απόμεινε μέχρι το τέλος της βάρδιας. “Η Αθήνα είναι μια πόλη της πίτσας” έλεγε από μέσα του. “Ή της πούτσας;” αναρωτιόταν. “Είναι κλειδωμένα κάτω, κατεβείτε να μου ανοίξετε”, φώναξε στο θυροτηλέφωνο.
Ένας τριανταπεντάρης ξανθός με θαλασσί ρόμπα του άνοιξε. “Είσαι και όμορφο αγόρι”, του είπε παίρνοντας την πίτσα. Ο Σταύρος σιχτίρισε από μέσα του, καληνύχτισε και έφυγε. Χτύπησε το τηλέφωνο. Χαμογέλασε.
Ήταν η Βάλια. “Έλα πες μου, σχολάω σε λίγο”. “Σταύρο… Είμαστε τρεις!”, του είπε χαρούμενη… Ξεκαβαλίκεψε το παπί. Έτρεμε από χαρά. “Βάλια μου…” Άκουσε ένα μπαμ. Κάτι ερχόταν κατά πάνω του. Δεν πρόλαβε να δει τον χορό του διθέσιου. Δεν ένοιωσε τίποτα άλλο εκτός από ένα χτύπημα στην μέση. Γραπώθηκε από το “είμαστε τρεις”.
Discussion about this post