Από τη συλλογή υπό έκδοση “ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ, ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ”
Κάθε μέρα ο Σταμ ξυπνάει πια στις 6 το πρωί. Κάθε μέρα ο Σταμ σκέφτεται τις γυναίκες και μέχρι το μεσημέρι τις έχει ξεχάσει. Κάθε μέρα ο Σταμ δουλεύει ως τις 6 το απόγευμα και μετά πηγαίνει σπίτι, βγάζει τα ρούχα του και κάνει έρωτα με τον εαυτό του. Κάθε μέρα ο Σταμ τρώει το βραδινό του στις 9, μετά διαβάζει λίγο, όσο να κλείσουν τα μάτια του και ξαπλώνει. Κάθε μέρα η ζωή του Σταμ είναι πια ίδια με την ζωή της προηγούμενης μέρας. Ακόμα και σε Γιορτές αυτό δεν αλλάζει.
Ο Κλιφ θυμάται τον Σταμ πάντα, αλλά όταν πλησιάζουμε στις Γιορτές έχει μια τρομερή επιθυμία συνήθως να τον πάρει τηλέφωνο. Φυσικά δεν το κάνει ποτέ. Μεγάλωσαν μαζί στην ίδια γειτονιά κι όταν ήταν παιδιά παίζανε μπάλα και τα πουλιά τους. Ο Κλιφ παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, λεφτά και όνομα στην πόλη που ζει. Ο Κλιφ δεν είναι ευτυχισμένος. Και σκέφτεται πως ούτε ο Σταμ είναι. Θέλει πολύ να τον ξαναδεί. Αλλά φοβάται και όλο το αναβάλει. Φέτος λέει να το κάνει.
Η Νόρα είναι η δεύτερη γυναίκα του Σταμ. Τον μισεί και σπανίως τον λυπάται. Αναφέρεται σε αυτόν σαν να θέλει να τον καταραστεί. Δεν τον ξεχνάει ποτέ. Ο θυμός είν ένα ακόμα συναίσθημα που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις.
Είναι πια 45 χρονών και οι κόρες που έχει κάνει μαζί του φέτος μπήκαν στο Πανεπιστήμιο. Της είπαν προχθές: “Μαμά έχουμε να δούμε τον μπαμπά (τον Σταμ) 6 χρόνια. Θα πάμε να δούμε τι κάνει και θα περάσουμε τις Γιορτές μαζί του.” Η Νόρα μάσησε καπνό και τον έφτυσε στο πάτωμα. Κοίταξε τις δίδυμες υποτιμητικά και ψέλλισε: “Αναπόφευκτο! κόρες του είναι δεν μπορεί να μην πήραν κι από αυτόν”.
Η Λωρήν ήταν η πρώτη γυναίκα του Σταμ. Γέννησε ανήμερα Χριστούγεννα, πριν 23 χρόνια τον μοναχογιό του Σταμ, τον Λη και μετά από τον τοκετό, πέθανε πριν καν προλάβει να θηλάσει έστω μια φορά το μωρό. Θάφτηκε στα μέρη της και η φωτογραφία της κρέμεται πάνω από το μικρό σεκρετέρ στο υπνοδωμάτιο του Λη.
Κάθε Χριστούγεννα ο Λη βάζει γύρω από την κορνίζα της μαμάς λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Όταν ο Λη βγει από το ίδρυμα θα πάρει την κορνίζα μαζί του. Αυτές τις μέρες θα του πουν αν αυτό θα συμβεί πριν από τα Χριστούγεννα φέτος ή μετά.
Η Έλμα είναι μια κοπέλα στα 29 της και δουλεύει στον τοπικό σταθμό Κοινωνικής Υγείας για Εξαρτημένα από Ουσίες άτομα. Είναι περήφανη για την πορεία του Λη. Θεωρεί μάλιστα προσωπική της επιτυχία που ο Λη στα 23 του κατάφερε να σταματήσει την χρόνια χρήση Κοκαίνης, LSD και Μεθ μετά από χρόνια μπες βγες για τρίμηνο κάθε φορά σε ανάλογα μέρη.
Ο Λη κλείστηκε στο Κέντρο, πριν 11 μήνες – με χρηματοδότηση του θείου Έννις, του αδελφού της Λωρήν που υιοθέτησε τον Λη τρεις μήνες μετά την τραγική στιγμή της γέννησής του – και όλα για την Έλμα δείχνουν πως αυτή η φορά θα είναι η τελική που ο Λη θα νικήσει τον εθισμό.
Ο Λη κάπου μέσα στα φετινά Χριστούγεννα θα επισκεφτεί για πρώτη φορά στην ζωή του τον Σταμ, τον αληθινό του πατέρα. Το πρόγραμμά του δεν επιτρέπει κανονικά επικίνδυνες συναισθηματικές παρεμβολές και αυτός είναι ο λόγος από την μια που τον Λη θα συνοδεύει η Έλμα ενώ μια ακόμα σκληρή αλήθεια είναι πως ο θείος Έννις δεν ζει πια. Επόμενο ήταν ο Σταμ να έχει ειδοποιηθεί για αυτήν την φορτισμένη επίσκεψη και η πρώτη του σκέψη για να μην βρεθεί μπροστά στα δύσκολα άοπλος ήταν να καλέσει την Νόρα.
– Δεν ξέρω της είπε πως θα είναι ο Λη να γνωρίσει κι εμένα και τα κορίτσια και να μην είσαι κι εσύ εδώ. Ξέρω ότι με σιχαίνεσαι αλλά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα λιγότερο ή περισσότερο σωστό.
– Ξέχασέ το, του απάντησε απότομα η Νόρα, τι δουλειά έχω εγώ με τα μούλικα πρεζάκια που έσπειρες στο διάβα σου και δεν είδες ποτέ σου ως τώρα. Αρκετά κουβάλησα τον σταυρό σου μεγαλώνοντας τις κόρες σου. Και κατέβασε το ακουστικό.
Το βράδυ της νύχτας πριν τα Χριστούγεννα τρία αυτοκίνητα σταμάτησαν έξω από την μικρή δίπατη οικία του Σταμ σε ένα ήσυχο αγροτικό δρόμο στον Βορρά.
Από το ένα κατέβηκε η Έλμα και ο Λη, κρατώντας στα χέρια του μια βαλίτσα και μια κορνίζα τυλιγμένη σε χρυσόχαρτο. Τους συνόδευε στο σπίτι του Σταμ, ντυμένος σαν να πήγαινε στον γάμο του, ο Μπόρις, ο μνηστήρας της Έλμα που ολοφάνερα δεν ήθελε να αφήσει σε ξένους την μνηστή του σε μια τέτοια νύχτα. Ο Μπόρις ήταν άνθρωπος που κάθε πράξη στη ζωή του την αντιμετώπιζε σαν αποστολή και του ήταν εύκολο, σχεδόν αρεστό να είναι παρών.
Από το άλλο κατέβηκαν τρεις γυναίκες κι ένας σκύλος από εκείνους που βλέπεις σε ταινίες να σώζουν ανθρώπους στα χιόνια. Χιόνιζε είναι η αλήθεια απαλά εκείνο το βράδυ και τα κόκκινα πανωφόρια των τριών γυναικών με τις λευκές νιφάδες πάνω τους τις έκαναν να μοιάζουν με Αγιοβασίλισσες. Ήταν η Πέγκυ Σου, η Εντα και η μαμά τους η αλκοολική Νόρα που καθότανε στο πίσω κάθισμα γιατί ζύγιζε πια 150 κιλά και δεν μπορούσε να είναι συνοδηγός. Οδηγούσε η Πέγκυ Σου που μόλις είχε πάρει το δίπλωμα, και όταν βγήκανε από το αυτοκίνητο είχες την αίσθηση πως τα Χριστούγεννα έφτασαν πραγματικά στην πόλη.
Από το τρίτο αυτοκίνητο βγήκε ένας ψηλός μαυροντυμένος άντρας. Αυτό το αμάξι έφτασε τελευταίο αλλά οι 7 άνθρωποι, ο σκύλος και η κορνίζα βρέθηκαν να συνωστίζονται μπροστά στην στολισμένη με γιορτινό στεφάνι πόρτα του Σταμ και να χτυπάνε το κουδούνι του μαζί λες και τους είχε κατεβάσει λεωφορείο όλους στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα ακριβώς. Δέκα το βράδυ.
Ο αριθμός έξω από την πόρτα του Σταμ έγραφε 318 και ήταν μισός καλυμμένος από το χιόνι με το 8 να φαίνεται πιο καλά. Αλαφιασμένος ο Σταμ άνοιξε τα φώτα – το σπίτι ήταν μισοσκότεινο πριν χτυπήσει το κουδούνι – και την πόρτα με τις πυτζάμες του.
– Κοιμόσουν; του φώναξε άγρια η Νόρα
– Είχα ξαπλώσει ναι! Ήμουν με την εντύπωση πως είχαμε πει 10 το πρωί… Όλη μέρα σας περίμενα… Η γαλοπούλα πάντως είναι από το μεσημέρι πάνω στο τραπέζι… θα πρέπει να την ζεστάνουμε.
Όλοι γέλασαν και μπήκαν μέσα. Όλοι εκτός από το πρόσωπο της Λωρήν που παρέμενε σοβαρό στην προθανάτια φωτογραφία της μέσα στην κορνίζα του Λη. Ο Λη φρόντισε ακριβώς εκείνα τα μεσάνυχτα, που έκλεινε τα 23, η μαμά του να κρεμαστεί σε περίοπτη θέση δίπλα στο τζάκι του Σταμ, εκεί ακριβώς που ήτανε κρεμασμένη και πριν πεθάνει. Ο Κλιφ, ο μαυροντυμένος άντρας που έφτασε τελευταίος σχολίασε: «Είχα ξεχάσει πόσο όμορφη γυναίκα ήταν η Λωρήν». Ο Σταμ κατέβασε τα μάτια του, η Νόρα γρύλισε, το ράδιο ξεκίνησε να παίζει χριστουγεννιάτικες κάντρι μελωδίες και η γαλοπούλα ξαναβγήκε από το φούρνο με την βοήθεια της Έντας και της Έλμας. Ο Λη λοξοκοιτούσε τον Σταμ και ο Μπόρις λοξοκοιτούσε τον Λη. Η Πέγκυ Σου μιλούσε ακατάπαυστα για την πρώτη της μεγάλη διαδρομή με αυτοκίνητο μετά την απόκτηση του διπλώματος χωρίς να ξεχνάει να τονίζει διαρκώς πως ήταν καλή οδηγός από τα 13 της.
Εβδομάδες μετά ο Σταμ άφησε το σπίτι στο νούμερο 318 στον Λη κι εγκατέλειψε με τον Κλιφ για πάντα την πόλη. Το διαζύγιο του Κλιφ βγήκε μήνες αργότερα και το έλαβε κάπου στον Νότο δι’ αλληλογραφίας.
Ο Λη έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα σε αυτό το σπίτι, έγινε ταχυδρόμος και με την Έλμα βρισκότανε πολύ συχνά.
Η Έλμα χώρισε τον Μπόρις την επόμενη κιόλας ημέρα του Χριστουγεννιάτικου Δείπνου στου Σταμ. Ο Πολωνός έφυγε για την πατρίδα του πριν αλλάξει ο χρόνος.
Η Νόρα μισομεθυσμένη σκοτώθηκε ακαριαία ένα βράδυ 6 μήνες μετά γλιστρώντας μέσα στο μπάνιο της και οι δίδυμες κόρες της την βρήκαν σε προχωρημένη σήψη. Ο σκύλος ζούσε και τον πήρανε μαζί τους εκεί που κατοικούσαν.
Σε μια Πανεπιστημιούπολη 318 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους. Σε αυτήν την πόλη γέρασαν ανύπαντρες και φροντίζοντας η μια την άλλη. Τον Λη δεν τον ξανάδαν ποτέ από εκείνο το βράδυ.
Το πορτραίτο της Λωρήν, όταν 70 χρόνια μετά, το σπίτι αγοράστηκε από κάτι ήσυχους γείτονες του γερο – Λη, παρέμεινε στην θέση που τοποθετήθηκε το πρώτο βράδυ που ο Λη μπήκε στην νέα του ζωή, εκείνα τα Χριστούγεννα.
Οι νέοι ιδιοκτήτες άλλαξαν την διακόσμηση του σπιτιού αλλά θεώρησαν πως αυτό το σοβαρό χαμόγελο της όμορφης κυρίας στην κορνίζα ταιριάζει απόλυτα με το δικό τους γούστο. Ήταν Χριστούγεννα όταν πρωτοεπισκέφτηκαν το σπίτι που θα αγόραζαν και στην μικρή τους κόρη, την Λωρήν, άρεσε πολύ που η κυρία στην φωτογραφία ήτανε στολισμένη με λαμπιόνια.
Discussion about this post