«Αδύνατον. Εγώ αυτό ΔΕΝ το υπογράφω»
Φώναξε ένα πρωινό η Ερατώ, υποθηκοφύλακας, νήσου «παραδομένης» πλέον στον λεγόμενο τουρισμό……..
Η καταφανής άρνησή της αφορούσε την μεταγραφή στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου τουριστικού συγκροτήματος παρανόμως κτισμένου, πάνω σε λόφο όπου είχαν ανευρεθεί αρχαιότητες.
Ο ατυχής λοφίσκος, ακουμπούσε με τα θαμνώδη, στα χαμηλά, πέλματά του στη θάλασσα, από το ύψωμα αντάμωνε το ευρύ πελαγίσιο εύρος, και στα σπλάχνα του φιλοξενούσε για αιώνες μια σιωπηλή πολιτεία που τελευταία είχε στην σκαπάνη παραδοθεί.
Οι παρανομίες βαρούσαν άπειρο κόκκινο και η υποθηκοφύλακας ήταν γυναίκα λεπτή και μύωψ. Ποιος θα υπολόγιζε με το βάρος των χρημάτων που παίζονταν, λες και ήταν καζίνο, μια ασήμαντη υπάλληλο;;
Ερατώ. Περίπου 40 χρόνων. Με γνώσεις, κατάρτιση, παιδεία αντλημένη και θεμελιωμένη ακόμη κι από τα παιδικά της χρόνια, ατίθασος χαρακτήρας, υπηρεσιακή όταν δεν παραβιάζονταν το γενικό καλό, και ανυπάκουη όταν ζητούσαν ειδική μεταχείριση.
Χαρακτηριστικό της οι παραξενιές που τροφοδοτούσαν τους κακόπιστους και κυρίως τις κακόπιστες με σχόλια σε βάρος της.
Δαιμόνια σινεφίλ, θυμόταν όλες τις ταινίες που είχε δει, και έπαιζε στοιχήματα με κέρδος ένα βιβλίο, για την χρονιά που είχε γυριστεί.
Ελάχιστοι την κέρδιζαν. Στοίβαζε τα βιβλία σε ντάνες και περίμενε τα θύματα που θα τσιμπούσαν στα στοιχήματα της.
«Αδύνατον. Και να με κρεμάσετε, εγώ αυτό δεν το υπογράφω».
Επανέλαβε έντονα και την επόμενη μέρα.
Η παρέλαση των μουτρωμένων πύκνωσε, και ένα πρωί της ανακοίνωσαν ότι παίρνει μετάθεση για ένα νησί στην παραμεθόριο, εκτός ελληνικής επικράτειας, που όμως αποτελεί -στα εδάφη της νήσου- ελληνικό έδαφος ένας πορτοκαλεώνας λίγων τ.μ.
Ανήκει σ’ ένα γέροντα παράξενο, σα και του λόγου της, που αρνείται να παραδώσει τις πορτοκαλιές συν ένα παμπάλαιο ελαιόδεντρο σε τρίτο που δεν είναι έλλην πολίτης.
Η Ερατώ, γεμάτη πείσμα, αποδέχτηκε την μετάθεση μάλλον με χαρά.
Θεώρησε τιμητική την ιδιότυπη απόλυση, λόγω άρνησης της μέχρι τέλους να χρηματιστεί και όλα τα σχετικά.
Το καράβι για το απομακρυσμένο νησί ήταν ένα λαθραίο -πρώην μαούνα- και απέπλεε βράδυ λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Μ’ αυτό τον τρόπο όλοι είχαν έτοιμο άλλοθι.
Στο κατάστρωμα οι επιβάτες λίγοι. 4-5 λαθρέμποροι, η Ερατώ, και 7 κλούβες με κοκόρια.
Απομακρύνθηκε από την προβλήτα με μηχανές -λες και είχαν σιγαστήρα- και με τα κοκόρια να κρατούν κοκαλωμένες τις φτερούγες.
Η θάλασσα στ’ ανοιχτά, λάδι. Καλός οιωνός, αναλογίστηκε η Ερατώ.
Τα ξημερώματα το καράβι-μαούνα, προσέγγισε σε λιμάνι κρυφό, παλιό πειρατικό, και τ’ άτιμα τα κοκόρια δεν λάλησαν μη τυχόν φανερωθούν…
Την υποδέχτηκε ο γέρων Νώντας (ο έχων το ελληνικό έδαφος με τις πορτοκαλιές και την μία ελιά), ψιθύρισε -για τα καλωσορίσματα- για να μην ακουστεί, και με παντομίμα όλοι απομακρύνθηκαν.
Μετά δύο στροφές άρχισαν να συνομιλούν όλοι φωναχτά, ο Νώντας αγόρευε, η Ερατώ θυμήθηκε ότι δεν πήρε τα ρέστα από το αντίτιμο του εισιτηρίου, οι λαθραίοι κάπνισαν το πρωινό χόρτο, και τα κοκόρια επιτέλους λάλησαν….!
Όσο η διαδρομή διαρκούσε τόσο η Ερατώ αναθάρρευε και ενθουσιαζόταν. Της θύμισε το όλο σκηνικό τον παππού της καπετάνιο στην αντιφασιστική αντίσταση και με συγκίνηση για την αποστολή της άφησε τις παραξενιές της ξέφραγες και αμολυμένες.
Ουδένα παραξένεψε. Όλοι την ξεπερνούσαν. Ακόμη και τα κοκόρια την ξεπερνούσαν. Επιτέλους, ανάσαινε σα στο σπίτι της.
Το γραφείο ήταν ένα ελάχιστο πατάρι πάνω από το ισόγειο ενός ράφτη, και στη μέση υπήρχε ένα τραπεζάκι με τον μοναδικό τόμο που ήταν εγγεγραμμένος ο πορτοκαλεώνας του Νώντα.
Όταν ο ράφτης έκλεινε, το σπίτι ήταν ο χώρος της ωραίας Ερατούς.
Ο Νώντας ένοιωσε νικητής που το ελληνικό κράτος έκανε δεκτό το αίτημά του. Την άλλη μέρα κέρασε όλο το παραθαλάσσιο χωριό και αυτοανακηρύχτηκε υπερασπιστής «των ελληνικών εδαφών και ενός έλληνα υποθηκοφύλακα» προσθέτοντας το διακριτικό «θήλυ».
Η Ερατώ το ριξε στο διάβασμα τους επόμενους μήνες και επιθεωρούσε τα ελληνικά εδάφη, από πορτοκαλιά σε πορτοκαλιά, καθημερινά.
Η ζωή κυλούσε με ασχολίες αγροτικές, με μύθους και ιστορίες αληθινές και ένοιωσε υπερήφανη για άλλη μια φορά επειδή θυμήθηκε τον εξόριστο παππού της, στον Αη-Στράτη.
Η μοναδική παρακαταθήκη και κληρονομιά του εξόριστου ήταν η φράση: «Κυλούσε ο καιρός και εμείς δημιουργήσαμε την αληθινή πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Διαβάζαμε, ψυχωνόμασταν, ισιώναμε το νου και περιμέναμε αεί παρόντες».
Κάθε βράδυ μετά τον κούκο ερχόταν η σειρά τ’ αηδονιού και η Ερατώ τότε και μόνο τότε σα προσευχή άφηνε τα δάκρυα να γεμίσουν το λιγνό της κορμί.
Μετά τράβαγε πάλι για τ’ «αντάρτικο» όπως το είχε, η ίδια, ονομάσει.
Τον επόμενο χειμώνα ο Νώντας ξεψύχησε.
Ετάφη κάτω από την μοναδική ελιά στα «ελληνικά εδάφη» τυλιγμένος με την ελληνική σημαία.
Η σιωπή τότε τύλιξε τα πάντα. Ο σεβασμός στο πρόσωπο του απόντος έλληνα ήταν καταφανής.
Η Ερατώ μετά από λίγες μέρες μετέγραψε το μοναδικό εναπομείναν έδαφος μαζί με τις πορτοκαλιές και το ελαιόδεντρο στον μοναχογιό του Νώντα.
Έπειτα έγραψαν ένα σημείωμα ότι τα εδάφη στο ξένο τόπο που κάποτε ήταν ελληνική γη, εσώθησαν.
Δεν είχαν αποδέκτη. Κανένας δεν νοιαζόταν γι’ αυτή την ελάχιστη μικρή πληροφορία.
………………………………………………………
Η Ερατώ επέστρεψε μετά από χρόνια εκεί απ’ όπου προήλθε.
Κανένας δεν την πίστεψε για όσα έλεγε.
Ξαναβρήκε την μαούνα και έπλευσε πάλι, στα μοναδικά εδάφη που η ίδια ονομάτισε «αντάρτικο».
Εκεί έμεινε μέχρι τέλους.
Discussion about this post