Γενικά, δεν με λες παρατηρητική όταν περπατάω στο δρόμο. Για να βγω από τις σκέψεις που κάνω περπατώντας στην Αθήνα, πρέπει να μου τραβήξει την προσοχή κάτι πολύ, μα πάρα πολύ καλό.
Επιστρέφοντας από Μοναστηράκι στην μαγευτική Κυψέλη με τα πόδια, μέσω Πατησίων, για κάποιο λόγο δεν περπάτησα από το συνηθισμένο πεζοδρόμιο (αυτό που περνάει μπροστά από το Μουσείο), αλλά από το απέναντι. Λίγο πριν την πλατεία Βικτωρίας λοιπόν, ανάμεσα στις οδούς Σκαραμαγκά και Ιουλιανού, βλέπω έναν μικρό αδιέξοδο πεζοδρομάκο με ονομασία δρόμου «Αλμπέρτ Καμύ»!
Ο Αγαπημένος μου συγγραφέας όλων των εποχών έγινε επιτέλους δρόμος στην Αθήνα!
Η ταμπέλα σχεδόν καινούργια, γεγονός που σημαίνει ότι ο δρομάκος ονοματοδοτήθηκε προσφάτως. Για του λόγου το αληθές, μπήκα στο Google Maps και πράγματι, ο συγκεκριμένος δρόμος, δεν έχει ονομασία!
Ποιος μικρός θεός τον ονόμασε έτσι άραγε;
Συνειρμικά λοιπόν, αποφάσισα να ψάξω αν η Αθήνα έχει δρόμους με ονόματα μεγάλων κλασικών ξένων συγγραφέων (γιατί Ελλήνων έχουμε: Ελύτη, Σεφέρη, Βιζυηνού κλπ.)
Ιδού τα απότελέσματα (που τελικά ξέφυγαν από τα σύνορα της πρωτεύουσας!):
Οδός Ντοστογιέφκι: Ηράκλειο Κρήτης
Οδός Κάφκα: Δεν υπάρχει
Οδός Ουμπέρο Έκο: Δεν υπάρχει
Οδός Βίκτωρος Ουγκό: Υπάρχει, στο Μεταξουργείο
Οδός Βίλχελμ Ράιχ: Δεν υπάρχει
Οδός Μπρεχτ: Υπάρχει στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης
Οδός Όσκαρ Γουάιλντ: Δεν υπάρχει
Οδός Μάξιμ Γκόρκι: Δεν υπάρχει
Οδός Τζων Στάινμπεκ: Δεν υπάρχει
Οδός Τζωρτζ Όργουελ: Δεν υπάρχει
Μήπως τελικά η Αθήνα πρέπει να γίνει πιο… λογοτεχνική;
*Με αφορμή την οδό, παραθέτω ένα μέρος του λόγου του Αλμπέρ Καμύ, όταν παρέλαβε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957 για το σύνολο του έργου του:
«Ενώ δεχόμουν τη διάκριση με την οποία η ελεύθερη ακαδημία σας θέλησε να με τιμήσει, η ευγνωμοσύνη μου γινόταν τόσο πιο βαθιά όσο αναμετρούσα ως ποιο σημείο η ανταμοιβή αυτή ξεπερνούσε την προσωπική μου αξία. Κάθε άνθρωπος και, κατά μείζονα λόγο, κάθε καλλιτέχνης θέλει ν’ αναγνωριστεί. Το θέλω κι εγώ. Αλλά μου ήταν αδύνατον να δεχτώ την απόφασή σας χωρίς να συγκρίνω την απήχησή της σε σχέση μ’ αυτό που πραγματικά είμαι. Πώς ένας άνθρωπος σχεδόν νέος, με μοναδικό πλούτο τις αμφιβολίες του κι ένα έργο που ακόμη πλάθεται, συνηθισμένος να ζει μέσα στη μοναξιά της εργασίας ή το καταφύγιο της φιλίας, θα μπορούσε να μην πανικοβληθεί από μια απόφαση που τον έφερνε ξαφνικά, αυτόν το μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του άνθρωπο, στο φως των προβολέων; Με ποια καρδιά επίσης μπορούσε να δεχτεί αυτήν την τιμή, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη άλλοι συγγραφείς, απ’ τους καλύτερους, είναι καταδικασμένοι στη σιωπή, κι ακόμη, την ίδια εποχή που η γενέθλια γη του γνωρίζει ατέλειωτη δυστυχία; Γνώρισα αυτήν τη σύγχυση κι αυτήν την εσωτερική ταραχή. Για να ξαναβρώ την ειρήνη έπρεπε να σταθώ στο ύψος της γενναιόδωρης μοίρας μου. Κι επειδή δεν μπορούσα να τη φτάσω με το να στηρίζομαι στην προσωπική μου αξία, δεν ανακάλυψα τίποτε άλλο για να με βοηθήσει παρά αυτό που με είχε στηρίξει στις πιο αντίξοες συνθήκες, σε όλο το μάκρος της ζωής μου: την ιδέα που έχω για την τέχνη μου και για το ρόλο του συγγραφέα. Επιτρέψτε μου μονάχα να σας πω, με αίσθημα τιμής και φιλίας, όσο πιο απλά μπορώ, ποια είναι αυτή η ιδέα.
Προσωπικά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την τέχνη μου, αλλά δεν τοποθέτησα ποτέ την τέχνη αυτήν πάνω απ’ όλα. Αν, αντίθετα, μου είναι απαραίτητη, αυτό συμβαίνει γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους ανθρώπους, και μου επιτρέπει να ζω, έτσι όπως είμαι, στο ίδιο επίπεδο με όλους τους άλλους. Η τέχνη δεν είναι στα μάτια μου μοναχική απόλαυση, είναι μέσο να συγκινεί κανείς το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων, προσφέροντάς τους προνομιούχα εικόνα των κοινών πόνων και ευχαριστήσεων – δεν επιτρέπει στον καλλιτέχνη ν’ απομονωθεί, τον υποτάσσει στην πιο ταπεινή και την πιο παγκόσμια αλήθεια. Και συχνά αυτός που διάλεξε τη μοίρα του καλλιτέχνη, γιατί αισθανόταν διαφορετικός, μαθαίνει πολύ γρήγορα πως δεν θα θρέψει την τέχνη του όντας διαφορετικός, αλλά ομολογώντας την ομοιότητά του με τους άλλους. Ο καλλιτέχνης σφυρηλατείται μέσα σ’ αυτό το συνεχές πηγαινέλα από τον εαυτό του στους άλλους, ανάμεσα στην ομορφιά, που δεν μπορεί να την αρνηθεί, και την κοινότητα, απ’ όπου δεν μπορεί να ξεριζωθεί. Γι’ αυτόν το λόγο οι αληθινοί καλλιτέχνες δεν περιφρονούν τίποτε· υποχρεώνονται να κατανοήσουν αντί να κρίνουν. Και αν πρέπει να πάρουν μια θέση σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν μπορεί να είναι παρά η θέση σε μια κοινωνία όπου, σύμφωνα με το μεγάλο λόγο του Νίτσε, δεν θα βασιλεύει πια ο κριτής αλλά ο δημιουργός, είτε είναι διανοούμενος είτε εργάτης […] Επιστρέφοντας έτσι σ’ αυτό που πραγματικά είμαι, στα όριά μου, στις υποχρεώσεις μου και στη δύσκολη πίστη μου, αισθάνομαι περισσότερο ελεύθερος να σας δείξω, τελειώνοντας, την έκταση και τη μεγαλοψυχία της διάκρισης που μου απονείματε, περισσότερο ελεύθερος να σας πω ότι θα ήθελα να τη δεχτώ ως μια διάκριση που αποδίδεται σ’ όλους εκείνους που μοιράζονται τον ίδιο αγώνα, χωρίς να έχουν δεχτεί κανένα προνόμιο, αλλά γνώρισαν, αντίθετα, τη δυστυχία και την καταδίωξη. Μου μένει λοιπόν να σας ευχαριστήσω απ’ το βάθος της καρδιάς και να σας δώσω δημόσια, ως προσωπική μαρτυρία ευγνωμοσύνης, την ίδια και παλιά υπόσχεση πίστης που κάθε αληθινός καλλιτέχνης, κάθε μέρα, επαναλαμβάνει στον εαυτό του μέσα στη σιωπή.»
Μετάφραση: Θανάσης Θ. Νιάρχος Περιέχεται στον τόμο «Ένας αιώνας Νόμπελ» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη