Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ήταν ένα δάσος. Απλωνότανε παντού κι όπου και να γύριζες τα μάτια σου μονάχα δέντρα έβλεπες. Στην άκρη του δάσους ήταν μια λίμνη και γύρω της κοκοφοινικιές.
Ένα μεσημέρι μια παρέα λαγών κοιμότανε κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων και ξε-κουραζόταν όταν ξαφνικά, από την άκρη της λίμνης, μια καρύδα πάνω σε μια κοκοφοινικιά έτοιμη να πέσει από καιρό, έκανε ένα «τακ!» κι έπεσε με δύναμη μέσα στο νερό. Ένα «πλατς!» ακούστηκε δυνατά κι έφτασε στα αφτιά των λαγών. Ένας από δαύτους πετάχτηκε πάνω και φώναξε: «Τ’ ακούσατε, αδέρφια; Ήρθε ο Πλατς! Τρέξτε να σωθείτε!» Οι λαγοί άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί και να φωνάζουν όλοι μαζί: «Έρχεται ο Πλατς! Τρέξτε να σωθείτε, έρχεται ο Πλατς!»
Την ώρα που έτρεχαν να σωθούν τάχα οι λαγοί, περνάνε μπροστά από τη φωλιά μιας αλεπούς. Ακούει τη φασαρία και παραξενεμένη βγαίνει έξω να δει τι συμβαίνει. Είδε τους λαγούς να τρέχουν σαν παλαβοί και ρωτάει: «Πού πάτε έτσι αλαφιασμένοι; Τι έγινε;» Οι λαγοί δίχως να σταματήσουν την τρεχάλα τής φωνάζουν: «Τρέχα κυρά Αλεπού! Τρέχα να σωθείς! Έρχεται ο Πλατς!» Η αλεπού δίχως να το σκεφτεί, αφήνει τη φωλιά της κι αρχίζει να τρέχει να σωθεί και να φωνάζει δυνατά: «Τρέξτε να σωθείτε αδέρφια όσο είναι καιρός! Έρχεται ο Πλατς!»
Έτσι όπως έτρεχε χωρίς σταματημό μέσα στο δάσος, πέρασε και κάτω από ένα δέντρο. Πάνω του καθόταν μια μαϊμού.
Η μαϊμού έτρωγε την μπανάνα της, άκουσε τις φωνές της αλεπούς και παραξενεύτηκε. Σκύβει και φωνάζει: «Ε, κυρά Αλεπού! Ποιος σε κυνηγάει μέσα στο δάσος και τρέχεις έτσι; Εγώ από εδώ ψηλά δεν βλέπω κυνηγούς!» Η αλεπού δίχως να σταματήσει την τρεχάλα της φωνάζει: «Έρχεται ο Πλατς, κυρά μαϊμού! Τρέξε να σωθείς, ίσα που προλαβαίνεις! Μ’ ακούς; Έρχεται ο Πλατς!» Η μαϊμού τα χρειάστηκε και χωρίς να πάρει ανάσα πιάνεται από μια κληματσίδα κι αρχίζει να πηδάει από δέντρο σε δέντρο και να φεύγει μακριά! Την ώρα που άλλαζε κληματσίδες στον αέρα φώναζε: «Έρχεται ο Πλατς! Μ’ ακούτε; Τρέξτε! Έρχεται ο Πλατς!»
Σε λίγη ώρα η είδηση είχε απλωθεί σε όλο το δάσος και τα ζώα έτρεχαν εδώ κι εκεί να σωθούν. Τα βουβάλια σήκωναν σκόνη στο πέρασμά τους, οι αντιλόπες πήδαγαν γρήγο-ρα να ξεφύγουν, οι ελέφαντες τράνταζαν το χώμα, και όλα προσπαθούσαν να τρέξουν γρηγορότερα απ’ τα άλλα για να ξεφύγουν να γλιτώσουν και μαζί φώναζαν: «Έρχεται ο Πλατς! Τρέξτε να σωθείτε!» Σε μια στιγμή όλα τα ζώα είχαν γίνει ένα ασκέρι που έτρεχε μέσα στο φόβο και τις φωνές του πανικού.
Λένε πως στην άκρη του δάσους ήταν η σπηλιά ενός γέρικου λιονταριού. Άκουσε τη φασαρία και βγήκε να δει τι συμβαίνει. Κοιτάζει και τι να δει; Τα μάτια του αντίκρισαν ένα κοπάδι από ζώα που έτρεχαν χωρίς σταματημό, φώναζαν από φόβο και σήκωναν ένα σύννεφο που κιτρίνιζε τον αέρα. Κοιτάζει λίγο καλύτερα και βλέπει μπροστά, στο κοπάδι να οδηγεί ένα λιοντάρι νεαρό στα χρόνια. Φωνάζει και λέει: «Γιατί τρέχετε έτσι αδέρφια; Τι συμβαίνει;» Το νεαρό λιοντάρι αποκρίνεται: «Έρχεται ο Πλατς και τρέχουμε να σωθούμε!» «Και εσύ τι λιοντάρι είσαι;
Δεν έχεις δόντια σαν μαχαίρια και νύχια κοφτερά; Ποιος είναι αυτός ο Πλατς, τον ξέρεις;» λέει το γέρικο λιοντάρι. «Δεν τον γνωρίζω, αλλά μου είπε γι’ αυτόν ο ελέφαντας. Το γέρικο λιοντάρι κάλεσε τον ελέφαντα να μιλήσει. Μα ο ελέφαντας δεν ήξερε, μονάχα άκουσε για τον Πλατς από τις αρκούδες. Το λιοντάρι κάλεσε τις αρκούδες να μιλήσουν μα μήτε εκείνες είχαν δει τον Πλατς.
Είχαν μάθει γι’ αυτόν από τις αντιλόπες. Οι αντιλόπες είπαν πως έμαθαν τα νέα από τα βουβάλια κι εκείνα από τις μαϊμούδες. Σαν το λιοντάρι φώναξε τις μαϊμούδες, αυτές μίλησαν για τις αλεπούδες που είχαν ακούσει για τον Πλατς από τους λαγούς. Το λιοντάρι κάλεσε τους λαγούς και τους ρωτάει: «Εσείς, τον είδατε τον Πλατς;» Οι λαγοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και αποκρίθηκαν: «Όχι δεν τον είδαμε μα τον ακούσαμε που ερχόταν…» Τα μάτια του λιονταριού αστράψανε. «Πού τον ακούσατε;» ρωτάει. «Στην άκρη του δάσους κοντά στη λίμνη» είπαν οι λαγοί. «Πάμε να μας δείξετε!» λέει το λιοντάρι και όλο το κοπάδι πήρε το δρόμο του γυρισμού ανάποδα. Τώρα οδηγούσαν οι λαγοί.
Καμιά φορά φτάνουν στην άκρη του δάσους, εκεί που άρχιζε η λίμνη με τις κοκο-φοινικιές. Την ώρα εκείνη μια καρύδα, κάνει ένα «τακ!» από ψηλά κι αρχίζει να πέφτει με δύναμη. «Πλατς!» ακούστηκε σαν βρέθηκε στο νερό. Το λιοντάρι τότε γυρίζει και λέει: «Τα βλέπετε; Αυτός είναι ο Πλατς που όλοι φοβόσασταν!» Οι λαγοί μαζεύτηκαν από ντροπή. Από κείνη τη μέρα κανένας δεν πιστεύει τους λαγούς, γιατί ό,τι και να ακούσουν το βάζουν στα πόδια τρέχοντας να κρυφτούν…
Discussion about this post